Οι καλημέρες το πρωί απ’ τον γείτονα, το κόψιμο ενός χρωματιστού λουλουδιού απ’ τον κήπο της γιαγιάς, οι αγκαλιές, τα χάδια, τα φιλιά∙ όλα είχαν μια δόση περισσότερου αληθινού φωτός.

Είναι περίεργο πως όσο περισσότερο χρώμα άρχισε να γεμίζει το χαζοκούτι που λέγεται τηλεόραση, τόσο επικίνδυνα άρχισε να γίνεται ασπρόμαυρη η πραγματική ζωή. Σαν φανταστικές ρουφήχτρες ευτυχίας που δημιουργήθηκαν για να τη μετατρέψουν σε μια βουβή ασπρόμαυρη ταινία, όπου το σενάριό της δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον κανενός θεατή για να την παρακολουθήσει. Απλά να βρίσκεται εκεί και να την παρατηρεί μέχρι να τελειώσει.

Θεωρώ πως έχω γεννηθεί σε λάθος εποχή. Εκεί που όλα τρέχουν μπροστά, νιώθω πως δεν τα προλαβαίνω. Ίσως γιατί προσμένω ξανά και ξανά να συναντήσω το «τότε» στην επόμενη γωνία για να νιώσω μία στιγμή λύτρωσης.

Παλιά αυτοκίνητα στο δρόμο, ξέρεις, αυτά που δεν αντιπροσωπεύουν το υψηλών προδιαγραφών όνειρο του μέσου ανθρώπου, που δείχνουν ότι έχουν πολλά χιλιόμετρα διανύσει, αλλά στέκουν ακόμη. Αυτά που κάνουν τόσο θόρυβο μέσα σου όσο όταν στρίβεις το κλειδί στη μίζα. Τέτοιο θέλω να με συντροφεύει σε κάθε μου απόδραση στις 4 τα χαράματα, σε κάθε μου τρελό καλοκαιρινό έρωτα που ανυψώνω σαν θεό και σε κάθε απρόβλεπτό μου χωρισμό… Κι ας με αφήνει λίγα μέτρα παρακάτω. Θα γεμίζει, τουλάχιστον, τη ζωή μου με αδρεναλίνη.

Αλλά, ξέρεις, ούτε τα μοντέρνα καινούργια σπίτια με αντιπροσωπεύουν. Προτιμώ να συναντώ τα ετοιμόρροπα, αυτά που είναι στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν το ένα να βαστάει τα βάσανα που υπάρχουν στις πλάτες του αλλουνού. Που το πάτωμα μυρίζει παλιωμένο ξύλο από χιλιόμετρα, που η ζωή μετράει αιώνες μέσα στους τέσσερις τοίχους τους. Που έχουν ζήσει ψυχές να ενώνονται, να διαλύουν ό,τι δημιουργούν σε δεύτερα ή και να χάνονται. Νιώθεις τόσο οικεία και ζεστά όταν βρίσκεσαι μέσα τους, λες κι εδώ ανήκες πάντα. Σαν ένα παλιό ξεχασμένο πατρικό που αναγκάστηκες να αφήσεις, γιατί η ζωή είχε άλλα σχέδια για εσένα.

Κι αν κοιτάξεις πάλι ανάμεσα στα δάχτυλά μου να χάνονται σελίδες ενός βιβλίου, μη ρωτήσεις. Ποίηση θα είναι, ή ένα μυθιστόρημα, ή οτιδήποτε άλλο που γεμίζει και αναζωογονεί το μέσα μου. Οτιδήποτε που προκαλεί τη σκέψη μου ή έστω τον προβληματισμό μου. Κική Δημουλά, Αλκυόνη Παπαδάκη, Κώστας Καρυωτάκης, Charles Bukowski και μία τεράστια λίστα ονομάτων βρίσκονται στοιβαγμένα στα ράφια της βιβλιοθήκης που κουβαλώ μέσα μου, πάντα και παντού. Κι ας μην το προδίδει το παρουσιαστικό μου κι ας μη σ’ αφήνει να το φανταστείς ούτε γι’ αστείο.

Και ξαφνικά χωρίς να το πάρεις είδηση, τα μάτια μου θα χαζεύουν τα δημιουργήματα του Vancient Van Gogh, του Salvador Deli ή του Claude Oscar Monet κι εκεί θα χάνομαι. Κουλτούρα για τους περισσότερους, έμπνευση ζωής για μένα. Η τέχνη πάντα βρισκόταν μέσα μου, εγκλωβισμένη σ’ ένα ανθρώπινο σώμα και μία ψυχή που ουρλιάζει σιωπηλά απ’ τα μάτια μου, ώσπου να συναντήσει κάτι αγνό. Κάτι που ανήκει σε μια παλιά εποχή, το οποίο θα καταφέρει να την εξημερώσει… Έναν άνθρωπο που δεν είναι μόνο των τεχνών, αλλά κι ο ίδιος τέχνη. Έναν άνθρωπο να χρωματίζει την κάθε μου σκέψη, σαν έναν έτοιμο καλά σχεδιασμένο πίνακα που περιμένει να πάρει σάρκα κι οστά για να ζωντανέψει.

Κι αν με δεις να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου, κοιτώντας το ταβάνι για ώρες, μην απορήσεις… Προσπαθώ μέσα απ’ τις μελωδίες να ταξιδέψω στο χρόνο. Το ταβάνι μοιάζει μ’ ένα άσπρο πανί αναπαράστασης ενός ονείρου που δε θα εκπληρωθεί ποτέ στα αλήθεια. Θέλω να γευτώ για λίγο πώς είναι οι άνθρωποι που κουβαλάνε ψυχές παλιάς κοπής. Θέλω να γευτώ το καθαρό τους βλέμμα, το ζεστό τους χαμόγελο γεμάτο ειλικρίνεια, την αγάπη προς τον πλησίον τους και το χαρακτήρα τους που μοιάζει σαν σπαθί. Κι αν κοπώ, δεν πειράζει… Τουλάχιστον θα γίνει άθελά τους.

Θέλω να νιώσω την αγνότητα και την ανυστεροβουλία τους, πως το εγώ τους έμοιαζε τόσο δα μικρό μπροστά στο μεγαλείο της αγάπης που δημιουργούσαν τα δύο τους σώματα. Πως το μυαλό κι η καρδιά ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες σύνδεσης και δημιουργίας.

Άσε με να κλέψω μια μικρή εικόνα και να πορευθώ σ’ αυτόν τον κόσμο με τις γροθιές μου σφιχτές έως να συναντήσω κάποιον απ’ τα παλιά. Κάποιον που να μοιάζει και να με λυτρώσει έστω για λίγο. Γι’ αυτό μη με διακόπτεις. Άσε με και μετά θα σου αφιερωθώ όπως μας αξίζει.

Όλα μοιάζουν τόσο απρόσωπα κι άχαρα. Φτιάξαμε μια εποχή όπου το «εγώ» είναι μεγαλύτερο απ’ το «εμείς» και το «εμείς» πολύ μικρότερο του «τίποτα». Με βοηθάει, ξέρεις, η τέχνη σε κάθε μορφή της, να εκφραστώ σε μια εποχή που δε μου αρμόζει και τα στενά της όρια δε μου αρκούν. Με πνίγουν… Κι αυτό το πνίξιμο δε με κάνει να την απαρνηθώ, αλλά να πιστεύω όλο και πιο πολύ πως είμαι ένα φάντασμα σε λάθος εποχή… Κι έτσι να τη ζήσω.

Συντάκτης: Βάιολετ Τζιβρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη