Αναμφίβολα από την ώρα που ανοίγει το μάτι μας το πρωί και μέχρι να κλείσει το βράδυ, μας απασχολούν πάσης φύσεως θέματα. Θέματα πρακτικά, καθημερινά, επαγγελματικά και προσωπικά. Το καθένα απ’ αυτά καταλαμβάνει μια θέση στη ζωή μας και στο χρόνο μας, αλλά τα προσωπικά μας είναι αυτά που προηγούνται σε σειρά και διάρκεια όταν τα συζητάμε.

Θέλουμε δε να τα συζητάμε πάντα και παντού επιλέγοντας προσεκτικά τους ανθρώπους στους οποίους θα μιλήσουμε για να αποφορτιστούμε λιγάκι και να συσφίξουμε έτσι και τους δεσμούς μεταξύ μας.

Όλα αυτά υποθετικά και θεωρητικά γιατί στην πράξη όταν παίζει γκομενικό στη μέση (και μεταξύ μας, ποιον δεν απασχολεί και δε θέλει να συζητάει τα γκομενικά του;) τότε δε βλέπουμε την ώρα και τη στιγμή να μιλήσουμε. Ενίοτε είναι τόσο ασυγκράτητη η παρόρμησή μας που δε βλέπουμε τι λέμε και σε ποιον.

Εμείς λοιπόν και τα γκομενικά μας. Τα πιο πικάντικα, τα πιο σπουδαία για μας ζητήματα, αυτά που θέλουμε να συζητάμε ξανά και ξανά μπας και βγάλουμε άκρη. Κι επειδή όπου γκομενικό βάλε δίπλα γόρδιο δεσμό κι άκρη δε θα βγάλουμε, πέφτουμε σχεδόν πάντα στην παγίδα να δίνουμε αναφορά ολημερίς κι ολονυχτίς σε όποιον βρεθεί μπροστά μας.

Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι είτε στα γεννοφάσκια του είτε καθώς τσουλάει η σχέση που θέλουμε να το μοιραστούμε, να πάρουμε μια γνώμη, να πούμε ένα παράπονο, βρε αδερφέ. Κι αυτό κακό δεν είναι, αν έχουμε ξεχωρίσει από τους ανθρώπους εκείνον ή εκείνους τους λίγους με τους οποίους θα συζητήσουμε τα προσωπικά μας. Μπορεί να είναι οι γονείς μας, μπορεί τα αδέλφια μας, ένας καλός μας φίλος ή έστω κάποιος για τον οποίο τρέφουμε σεβασμό κι εμπιστευόμαστε την κρίση του.

Το να περιφερόμαστε όμως όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε να βγάζουμε τα άπλυτά μας στη φόρα, αυτό, ναι, είναι απίστευτα άσχημο να συμβαίνει. Μπορεί να ισχύει ότι θέλουμε σαν τρελοί να συζητήσουμε την καψούρα μας, το πρόβλημά μας και τον πόνο μας αλλά αυτό απέχει να γίνεται πού και πού με το να γίνεται συνεχώς κι ανεξαιρέτως με όποιον έχουμε απέναντί μας.

Είναι λοιπόν και κάποιοι που μοιράζονται τα γκομενικά τους με όλο τον κόσμο και τα συζητάνε διαρκώς και παντού. Βρήκαν, ας πούμε, ένα φίλο από τα παλιά, αφού προχωρήσουν με συνοπτικές διαδικασιές την κουβέντα από τα γενικότερα νέα, ξεκινούν να λένε τα αισθηματικά τους με το νι και με το σίγμα. Έχει μάθει ο άλλος από το πουθενά τα χούγια του συντρόφου τους μέχρι και κάθε πότε το κάνουν.

Άλλη περίπτωση είναι τους γνωστούς να τους συγχέουν με τους φίλους. Πιάνουν λοιπόν από το φούρναρη μέχρι τον ξάδερφο που έρχεται για επίσκεψη δυο φορές το χρόνο και τα ξεφουρνίζουν όλα. Πλέον ξέρουν όλοι καρέ-καρέ τι γίνεται τη μια μέρα μετά την άλλη, με το μόνο που λείπει για να ταιριάζει στο σκηνικό είναι το ποπ-κορν ανά χείρας.

Είναι αστείο και τραγικό μαζί. Δεν είναι δυνατόν να μοιράζεται ένα τόσο προσωπικό και πολύτιμο –υποτίθεται– κομμάτι της ζωής μας με τον οποιοδήποτε. Είναι εξευτελιστικό πρώτα για μας τους ίδιους κι ύστερα για τους συντρόφους μας. Είναι επίσης κουραστικό για τους τρίτους να πρέπει να γνωρίζουν τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή στη ζωή μας και να τους ζαλίζουμε όλη την ώρα, λες και το μόνο που υπάρχει στη ζωή είναι τα γκομενικά μας και τίποτα άλλο.

Κι είναι κι άκρως επικίνδυνο διότι αν μιλάμε δεξιά κι αριστερά, εκθέτουμε πολλά προσωπικά στοιχεία τα οποία κάποιος που θέλει να κάνει κακό για οποιοδήποτε χ, ψ λόγο να τα χρησιμοποιήσει εναντίον μας ή να μας σχολιάζει κάνοντας τα κοινά μας μυστικά τούμπανο σε όλο τον κόσμο.

Γιατί να γνωρίζουν οι άλλοι λεπτομέρειες της ζωής μας που δεν ξέρουμε καν πώς θα τα συζητήσουν ή ενδεχομένως και να τα παραποιήσουν πίσω από την πλάτη μας; Γιατί να κάνουμε τη σχέση μας ή το οποιοδήποτε φλερτ μας βορά στην άσβεστη πείνα και περιέργεια των άλλων να μαθαίνουν τι παίζει στη ζωή μας;

Κάποτε είχα διαβάσει πως όταν λέμε κάτι σε κάποιον είναι σαν να αφήνουμε ένα πούπουλο στον αέρα. Δεν έχουμε ιδέα πού θα καταλήξει και πόσο μακριά θα φτάσει. Το ίδιο ισχύει και με όσα μοιραζόμαστε. Δεν μπορούμε να ασκήσουμε κανέναν έλεγχο για όσα λέμε από τη στιγμή που θα βγουν από το στόμα μας.

Αν θέλουμε να διαφυλάξουμε την προσωπική μας ζωή όπως είναι, δηλαδή προσωπική, τότε θα είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ποιον ανοιγόμαστε. Δεν μπορούμε να αφήνουμε τους πάντες να κοιτάνε μέσα από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαράς μας και μετά να έχουμε την απαίτηση να μην τα βγάλουν παραέξω. Αν θέλουμε την ιδιωτική μας ζωή κρυφή, θα φροντίσουμε οι πολλοί να μην έχουν καμιά πρόσβαση σε αυτήν κι οι λίγοι να γνωρίζουν λίγα και καλά.

Επιμέλεια Κειμένου Νικολέτας Παπουτσή: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Νικολέτα Παπουτσή