Ξεκίνησες και μάζεψες όλες τις λέξεις. Τις έβαλες τακτικά μέσα στη σκέψη σου, έπειτα τις στοίβαξες προσεκτικά στην αποθήκη της μνήμης, τις τοποθέτησες τη μία δίπλα στην άλλη. Είπες πως δε θα τις χρησιμοποιήσεις ποτέ ξανά, έτσι όπως μόνο εσύ ξέρεις. Εκείνες τις λέξεις που άλλοτε ξετρύπωναν ανάμεσα απ’ τα δόντια σου μόνες τους και σχημάτιζαν προτάσεις χωρίς να λογαριάζουν τις συνέπειες. Που μπορούσαν όλα τα “αν” να τα κάνουν πανεύκολα ένα “να”. Κι ύστερα, όταν πια κουραζόντουσαν, κουλουριαζόντουσαν όλες κάτω απ τη γλώσσα σου, σαν σε χειμερία νάρκη.

Αποφάσισες -και δεν έγινε εύκολα καθόλου- να έχεις και πάλι τον έλεγχο εσύ κι όχι εκείνες. Έτσι λοιπόν τις ξεκόλλησες απ’ τη γλώσσα σου και τις στρίμωξες μέσα σου, να μην μπορούν να ειπωθούν. Κι έπειτα, ήρθε εκείνο το άτομο -ξέρεις ποιο γιατί δε φεύγει από τη σκέψη- ζητώντας σου να δώσεις ό,τι λέξεις είχες. Απαιτώντας παράλληλα ως και να εφεύρεις καινούργιες, να είναι πλασμένες μόνο για ‘κεινο κι εσύ ο πλάστης και δημιουργός τους.

Από τότε, κάθε μέρα φτιάχνεις κι άλλες, πιο δυνατές, πιο ανθεκτικές στον χρόνο. Παρ’ όλα αυτά μερικές γλιστρούν απ’ τα χείλη σου και καλύπτουν το πρόσωπό σου, το σώμα σου. Χύνονται στο πάτωμα, σκαρφαλώνουν στις κουρτίνες και γαντζώνονται απ’ τους τοίχους. Ύστερα γλιστρούν στην εξώπορτα και φτάνουν κοντά του. Ατίθασες λέξεις. Ακόμα κι οι πιο ατίθασες όμως, οι πιο ανυπάκουες, τιθασεύονται κάποτε δίπλα στο όνομα του ατόμου αυτού. Λογικεύονται σαν κάτσουν δίπλα του. Γίνονται αέρινες κι ευλύγιστες, δε σπάνε, δεν είναι άκαμπτες, έχουν τη δύναμη να μπορούν να ξεχειλώνουν για να το χωρέσουν. Και συχνά, φωτίζουν όταν τις ακουμπάει στα χείλη του.

Δεν είναι πια δικές σου, ούτε δικές του. Είναι δικές σας. Ζήτησες να τις βάλει πάνω στα δικά σου χείλη για να τις Συλλαβίσετε μαζί. Να σου πει “μείνε για πάντα” κι ύστερα να το επαναλάβεις σαν προσευχή. Να μετρήσετε μέχρι το τρία και να τις πείτε ταυτόχρονα. Να σου προφέρει το “σ’ αγαπάω” απ’ το σίγμα ως το ωμέγα. Να τονίζει το άλφα το δικό σας, εκείνο το άλφα που όλοι ξεχνούν και το μικραίνουν σε “σ’ αγαπώ”.

Κι αν κάποτε νιώσεις πως σε κουράσουν οι λέξεις, ζήτα να τις ακουμπήσει στο αφτί σου, να έχεις τη φωνή για οδηγό ακόμα κι αν εσύ για λίγο θα σωπαίνεις. Ζήτησε να σου δώσει μια, να την κουβαλάς μαζί σου τις μέρες που θα λείπει. Την πιο αγαπημένη του. Αφορμή να βρίσκεις να τη φωνάζεις, για να γυρνάει γρήγορα κοντά σου. Κι αν κουράσουν και τον άνθρωπό σου κάποτε, άφησέ τις δίπλα στην καρδιά. Κι εκείνη, κάθε φορά που θα χτυπάει, θα ξέρει να δίνει υπενθύμιση ότι κάποιος περιμένει. Πες να σε ντύσει με εκείνες που θεωρεί απαραίτητες για να σε προστατεύουν. Προσπάθησε να γδύσεις έπειτα εσύ, από όλες εκείνες που εμποδίζουν να έρθει ακόμα πιο κοντά σε σένα. Βρείτε μια από κοινού να τυλίγεται γύρω απ’ τα χέρια σας, να τα κρατάει ενωμένα. Φτιάξτε ακόμα μια, να συμβολίζει την αρχή και την πορεία σας.

Και για τον επίλογο, ας χαρίσετε ο ένας στον άλλο εκείνη που θα σας ακολουθεί ως το τέλος.

Συντάκτης: Βιβή Νάκα