Το γέλιο είναι η επιβεβαίωση του σώματος και του μυαλού, ότι περνάς καλά. Το να το προκαλείς κιόλας, είναι ακόμη πιο ωραίο κι άκρως αναζωογονητικό για όλες τις πλευρές. Είναι προσόν άλλωστε, το να διαθέτεις κωμική χροιά δίχως να πέφτεις στην παγίδα της γελοιότητας και να γίνεσαι υπαίτιος της σπασμωδικής σύσπασης των χειλών, συνοδευόμενης από ηχηρές εκπνοές.

Το να υπάρχει λοιπόν χιούμορ είναι καθόλα θεμιτό, μιας και το να μπορείς να κάνεις τον άλλον να γελάει, είναι προτέρημα από τα λίγα και ίσως ένα από τα σημαντικότερα συστατικά για το χτίσιμο μιας σχέσης, είτε ερωτικής, είτε φιλικής.

Η υπέρμετρη χρήση του όμως και οι ενδελεχείς ατάκες ενίοτε κρύβουν μια αμηχανία. Όχι από εκείνη, τη γνώριμη σε όλους, που λίγο-πολύ καλλιεργούμε μέσα μας, αλλά από την άλλη που δε σε αφήνει να αρθρώσεις αυτά που πραγματικά θες και πορεύεσαι συνέχεια μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Όταν το μόνο που βλέπεις από τον άλλον είναι μια επιτηδευμένα ανάλαφρη απόσταση ασφαλείας, τότε παύει να είναι μονάχα χιούμορ.

Συνήθως πρόκειται για μια περσόνα, που βγαίνει στην επιφάνεια προκειμένου να καλύψει τυχόν ανασφάλειες κι ευαισθησίες. Ο εκφραστής της, γνωρίζει apriori πως μέσω μιας, τρόπον τινά, διασκεδαστικής χροιάς, θα μπορέσει να παρακινήσει το ενδιαφέρον του συνομιλητή του, αποφεύγοντας παράλληλα να εκφράσει αυτό που όντως σκέφτεται.

Η εν λόγω αμυντική στάση δεν αποτελεί επίκτητη συμπεριφορά, αλλά μια οικοδομή που χτίζεται με τον καιρό, έως ότου ο πρωταγωνιστής βολευτεί ανάμεσα στα, σμιλευμένα από αστεϊσμούς, τείχη της. Τουτέστιν, ενώ ξεκινάει νωχελικά, με διάσπαρτα τουβλάκια, καταλήγει ως στάση ζωής, με ολάκερο κτίριο να προφυλάσσει τον εσωτερικό του κόσμο.

Κύριος ρυθμιστής της όλης κατάστασης, είναι οι λογής κακές εμπειρίες που αποθαρρύνουν την ελεύθερη έκφραση προφυλάσσοντας οποιαδήποτε μορφή έκθεσης. Και με τον καιρό, αυτό βολεύει, μιας και σε έναν κόσμο που φοβάται ο καθείς να πει αυτό που νιώθει, προκειμένου να καλύψει τα νότα του, το αναλαμβάνεις να το ρόλο του διασκεδαστή, αποτελεί ίσως την πιο διαδεδομένη μορφή κάλυψης.

Όχι πως όλο αυτό αποκλείει την ικανότητα συμμετοχής σε μια καθόλα σοβαρή κουβέντα. Απλά οι ίδιοι θα επιλέξουν το πότε θα την κάνουν και με ποιους. Φιλτράρουν πρώτα τα δεδομένα κι ανάλογα αποφασίζουν το κατά πόσο έχουν τη διάθεση να προβούν σε κάποιο επιστάμενης φύσεως σχόλιο ή να μιλήσουν με σαρκαστική διάθεση, αλλάζοντας το ρου της συζήτησης.

Έχοντας συνεχώς το χιούμορ σαν προστάτη, αποφεύγονται τυχόν κακοτοπιές που μπορεί να προκαλέσουν οι σκέψεις. Άλλωστε, εξ αρχής το ζητούμενο είναι να μην ανοίγονται, προκειμένου να μην εκτεθούν. Το πρόβλημα όμως είναι πως οι γύρω τους δεν αντιλαμβάνονται πάντα τις προθέσεις τους και το συνολικό ποιόν τους. Όταν, για παράδειγμα, δεν μπορεί κάποιος να εκφράσει αν όντως ενδιαφέρεται για έναν άλλον και κρύβεται πίσω από ατάκες, τότε, εύλογα, δε θα κάνει ποτέ αντιληπτές τις ανάγκες του και κατ’ επέκταση, θα απομακρύνει άθελά του το εν λόγω πρόσωπο.

Εν κατακλείδι, ο καθένας καλλιεργεί τις δικές του άμυνες και σε μια περίοδο που το ανθρώπινο είδος σφύζει από ανασφάλεια, δεν είναι παράλογο. Το θέμα όμως δεν είναι να κρυβόμαστε πίσω από περσόνες για να σωθούμε, αλλά να διαχωρίσουμε την αμηχανία με τη δειλία. Ένα μόνιμο γέλιο, μπορεί κάλλιστα να κρύβει μια έντονη στεναχώρια. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος μόνιμα αστείος για να γίνει αρεστός, κρύβοντας παράλληλα τις υπόλοιπες πτυχές του. Άλλωστε κανένας άνθρωπος δεν είναι μονάχα ένα πράγμα. Είναι πάμπολλα κι όσο περισσότερο κλείνεται στον εαυτό του, τόσο εμποδίζει τους γύρω να τον γνωρίσουν πραγματικά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέφανου Στεφανόπουλου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Στέφανος Στεφανόπουλος