Είσαι σε μια φάση της ζωής σου που τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, ξέρεις πώς να κινηθείς, πώς να συμπεριφερθείς και έχεις μια άλφα αυτοπεποίθηση. Το φλερτ το έχεις για παιχνιδάκι, ξέρεις ακριβώς τι να πεις, τι να μην κάνεις και, γενικώς, πώς να χειριστείς μια κατάσταση όταν υπάρχει ενδιαφέρον.

Κι εκεί που δεν κωλώνεις σε τίποτα και έχεις μάθει να μη μασάς, να μην εξαρτάσαι και να μη σκας για τίποτα και κανέναν, με διδακτορικό στο «δε δίνω δεκάρα», εμφανίζεται ένας τύπος ή μια τύπισσα που σε ψαρώνει. Έρχεται από το πουθενά, εκεί που πραγματικά δεν το περιμένεις. Τυχαία, μια μέρα που βγήκες για καφέ, με μαλλί που δεν κάθεται, φόρμα που έχει δει καλύτερες μέρες και μυαλό στα κάγκελα. Μπουκάρει στη ζωή σου, εκεί που έλεγες «δεν ξαναμπλέκω» και σου φέρνει όλα σου τα πιστεύω τούμπα.

Δεν είναι το «τέλειο» που έχεις στον εγκέφαλό σου και, εννοείται, δεν πληροί όλα τα κουτάκια. Εντούτοις, όμως, έχει κάτι το αλλιώτικο –ίσως μπορούμε να το αποκαλέσουμε και αψυχολόγητο– μια αλλιώτικη αύρα που δεν έχεις ξανασυναντήσει, έναν αέρα πολύ διαφορετικό και ένα βλέμμα τέρμα απλανές.

Ψαρώνεις. Λες κι έχεις ξεχάσει πώς να πράξεις, πώς να αισθανθείς, λες και είσαι πάλι 15 χρονών, πάνω εκεί που αρχίζουν τα πρώτα χτυποκάρδια στο θρανίο. Πράγμα περίεργο και αλλόκοτο, γιατί αντικειμενικά είσαι πάντα κοινωνικός, άνετος με όλους, χαλαρός, αυθόρμητος, χωρίς να το πολυσκέφτεσαι— μέχρι που εμφανίζεται και πάλι μπροστά σου, για να σου ανατρέψει όλη σου την κοσμοθεωρία.

Αντικειμενικά, δε νοιάζεται να σε εντυπωσιάσει —και ίσως εκεί ακριβώς να είναι και που την πατάμε. Κάπου εκεί ακριβώς ξεκινάει και το περίεργο. Πιθανόν, να μη σε κοιτάει όπως σε κοιτάνε οι άλλοι συνήθως. Δεν κάνει κάτι τρελό. Δε λέει μεγάλα λόγια, δε σε φλερτάρει όπως έχεις συνηθίσει. Απλώς σε κοιτάει με εκείνο το βλέμμα του «σε κατάλαβα πριν πεις λέξη». Ίσως, πάλι, ψιλοαποφεύγει κάθε επαφή, κάθε βλέμμα — πράγμα που δημιουργεί και μια αμηχανία που δεν ξέρεις πώς να τη χειριστείς. Πράγμα περίεργο και αλλόκοτο για εσένα.

Κάπως έτσι, πιάνεις τον εαυτό σου να γελάει με τα αστεία που κάνει (που δεν είναι καν τόσο αστεία), να χαζεύεις το κινητό για μήνυμα και να λες «λες;». Λες! Αλλά δεν το παραδέχεσαι, γιατί είπαμε: δεν ψαρώνεις. Αναλύεις τι σκ@τα σου συμβαίνει, μιας και όλο αυτό δεν είναι φυσιολογικό για εσένα. Έχεις μάθει να μη δείχνεις πολλά, να κρατάς κάπως τα χαρτιά σου κλειστά— αλλά τα πράγματα σε αυτή την περίπτωση είναι αλλιώς.

Δεν είσαι χαλαρός και κουλ. Δεν παίζεις παιχνίδια όπως συνήθως. Λες και με το που εμφανίζεται μπροστά σου, δεν μπορείς να σκεφτείς. Και όσο πιο πολύ προσπαθείς να κρατήσεις τις άμυνες, τόσο πιο πολύ πέφτουν. Και αν ακόμη αναρωτιέσαι τι συμβαίνει; Γουστάρεις!

Προφανώς και δεν είναι εύκολο να παραδεχτούμε ότι κάποιος μας ψαρώνει, ειδικότερα όταν έχουμε μάθει να μη μας επηρεάζει κανείς. Από την άλλη, ίσως και αυτό να είναι το θέμα. Εκεί ακριβώς πάνω στο αναπάντεχο, στο «δεν το είδα να έρχεται», στο «εγώ με αυτόν/αυτήν; Με τίποτα, αποκλείεται», βρίσκεται και όλη η μαγεία.

Μπορεί να έχουμε μάθει αλλιώς, να έχουμε συνηθίσει στο να έχουμε εμείς το πάνω χέρι — αλλά η δύναμη δεν είναι πάντα στο να μην ψαρώνεις. Καμιά φορά, πού και πού, είναι στο να αφήνουμε κάποιον να μας ψαρώνει. Ανακαλύπτοντας μια άλλη πλευρά μας. Μια πλευρά που, ίσως, μάλλον δε γνωρίσαμε και ποτέ.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου