Κάθε χρόνο τέτοια μέρα στεκόταν και χάζευε έξω απ’ το παράθυρό της. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα. Κι ας μην είχε την αίσθηση του χρόνου, κι ας είχε από καιρό ξεχάσει να κοιτάει τα ρολόγια και να υπολογίζει τις μέρες. Χαμένη πάντα στον δικό της κόσμο, τον κόσμο των παραισθήσεων. Κι όμως αυτή τη μέρα σαν αναλαμπή, κοιτούσε έξω και λαχταρούσε να γίνει αυτή που κάποτε ήταν.

«Τρελή και με τη βούλα», είχε ακούσει τη νοσοκόμα να λέει σε μια κυρία που στεκόταν και τη χάζευε. Αυτό ήταν. Μια τρελή κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους που σπάνια είχε επαφή με την πραγματικότητα. Μήτε ο χρόνος είχε σημασία, μήτε ο χώρος. Μόνο αυτή τη μέρα ένιωθε κάτι να την πνίγει. Πέντε φορές την είχαν σταματήσει λίγο πριν βγει απ’ την πύλη. Θα ορκιζόταν πως τίποτε δεν έκανε λάθος. Πέντε φορές οι ίδιες κινήσεις, πέντε φορές το ίδιο σχέδιο. Πέντε φορές παταγώδης αποτυχία. Απ’ την ίδια μπαλκονόπορτα έβγαινε, την ίδια διαδρομή ακολουθούσε κι όμως πάντα τη γυρνούσαν πίσω.

Κι εκείνη κάκιωνε και φώναζε κι έπειτα κλεινόταν στον εαυτό της. Πάντα οι άλλοι έφταιγαν. Εκείνοι οι κακοί που της έκλειναν το δρόμο. Θύμωνε και ξεχνιόταν με μια αφέλεια παιδική. Του χρόνου πάλι θα προσπαθούσε και ίσως ήταν πιο τυχερή. Οι άνθρωποι στο ίδρυμα την είχαν μάθει απ’ έξω. Φρόνιμη όλο το χρόνο, επαναστάτρια μόνο εκείνη τη μέρα. Ήξεραν πια και την προλάβαιναν στην αυλή προτού απομακρυνθεί αρκετά.

Φέτος για πρώτη φορά κράτησαν την μπαλκονόπορτα της κλειστή κι άφησαν ανοιχτές τις διπλανές της πόρτες. Ήταν βέβαιοι πως πάλι στην αυλή θα την προλάβουν. Λάθεψαν. Τη βρήκαν να κουνιέται ρυθμικά στην καρέκλα της. Πουθενά δεν πήγε. Κι ας υπήρχε τρόπος, κι ας ήταν πιο εύκολο να το σκάσει. Εκείνη ήθελε να ξεφύγει βγαίνοντας από εκείνη την πόρτα που βρήκε κλειστή, όπως είχε κάνει και τις άλλες πέντε φορές.

Περίεργα όντα. Παράξενα, ξεροκέφαλα κι ονειροπόλα. Οι άνθρωποι. Εμείς, εσείς, αυτοί. Εκείνοι που φαντάζονται κόσμους αλλοτινούς και μακρινούς. Είναι πιο εύκολο να φαντάζεσαι παρά να διεκδικείς. Είναι πιο βολικό και ξεκούραστο. Τρέχει η σκέψη και μαζί της τρέχουν όλες οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι λαχτάρες, οι προσμονές.

Υποθετικά εμπόδια, φανταστικά θηρία, θριαμβευτικές νίκες, επιτυχίες κι αποτυχίες. Κι αν κάνω αυτό και μετά γίνει αυτό; Θα μπορέσω να ανταποκριθώ σε εκείνο; Κι αν με πάει πίσω; Κι αν με πάει μπρος; Βολίδα οι ερωτήσεις, σφεντόνα οι απαντήσεις. Ανάλογα με τη διάθεση έρχεται και η κάθε πληρωμένη μαντεψιά. Κάθε τέλος και μια αρχή. Το κλείσιμο μια πόρτας πάντα σημαίνει το άνοιγμα μιας άλλης.

Γοητεύονται οι  άνθρωποι από όνειρα απατηλά. Γοητεύονται, ενθουσιάζονται κι εγκαταλείπουν. Παραείναι πολλή για τα μέτρα τους η αλλαγή. Παντός είδους ξεβόλεμα από τη ρουτίνα τους είναι κατακριτέο και καταδικαστέο. Στην πυρά η αλλαγή, στο βάθρο η συνήθεια. Κι ας κουράζει, κι ας έχει γίνει σιχαμένη και βρωμερή. Αυτή ξέρουν, αυτή εμπιστεύονται.

Τρέλα είναι να κάνεις πράγματα επειδή συνήθισες να τα κάνεις. Επειδή αυτά έμαθες και με αυτά πορεύτηκες. Τρέλα είναι να ζεις μια ζωή που δε σου ανήκει και να αφήνεις τα κομμάτια σου σκόρπια δεξιά κι αριστερά. Δε μαζεύονται τα σπασμένα, δε γυρνάει ο χρόνος. Τρέλα είναι να κατηγορείς πάντα τους άλλους για όσα έκαναν, για όσα είπαν, για όσα σου στέρησαν. Οι άλλοι, οι εύκολοι θύτες κι εσύ, το θύμα. Εάν εσύ δεν αλλάξεις τον τρόπο που φέρεσαι, που μιλάς, που κινείσαι, κανείς δε θα το κάνει για σένα. Μη μένεις στα ίδια και προσδοκάς διαφορετικά.

Δεν ωφελεί να βάζεις στόχους που ποτέ δεν κυνηγάς, ούτε να θυμώνεις για την ανεπάρκειά σου να πετύχεις όσα σκέφτεσαι. Κανείς δεν είναι ανεπαρκής, δειλός και φοβητσιάρης. Η αλήθεια είναι πως είμαστε απλά ένα τσούρμο τρελοί στο πιο χαοτικό τρελοκομείο του κόσμου. Το δικό μας.

Ο Einstein έλεγε πως παραφροσύνη είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα. Παράφρονες είμαστε όλοι. Με ή χωρίς συνταγή γιατρού.

Προτού κάτσεις πάλι στην καρέκλα κι αρχίσεις να κουνιέσαι ρυθμικά νικημένος, ρίξε μια ματιά τριγύρω. Μπορεί κάποια άλλη μπαλκονόπορτα να έχει μείνει ανοιχτή.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Χήναρη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη