Το τρένο ταξίδευε ήδη σαράντα λεπτά. Το ρολόι έδειχνε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα.

Ο Σταύρος είχε πιάσει μια καλή θέση με τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο όταν την εντόπισε μες τον κόσμο. Η ξινή από τα εκδοτήρια, σκέφτηκε. Είχε ακούσει και το όνομα της. Ειρήνη την έλεγαν.

Ώρες νωρίτερα η Ειρήνη έπρεπε να βιαστεί. Πώς την πάτησε έτσι; Δέκα μέρες πριν τα Χριστούγεννα και κάθε χρόνο τέτοια εποχή διασχίζεις τους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας μόνο αν έχεις κάνει τάμα στην Παναγιά τη Χρυσοβαλάντω. Τρεις μέρες έμεναν για την ορκωμοσία της και μέσα σε όλα είχε να βγάλει και το εισιτήριο που θα της εξασφάλιζε την μεταφορά της στην Κομοτηνή.

Όσο το σκέφτεται, φουντώνει. Δεν έπρεπε να τον εμπιστευτεί πάλι. Το αιώνιο πρόβλημα: η σχέση της. Ο κύριος « σε έχω προτεραιότητα αλλά πάντα κάτι τυχαίνει ».

Θα ταξίδευαν μαζί, της είχε πει. Δε θα έχανε για τίποτα στον κόσμο την στιγμή αυτή, της είχε πει. Κι αυτή τον πίστεψε.

Μετά ακολούθησαν τα γνωστά. Ένα «ντριιινν», ένα «δε θα πιστέψεις τι έγινε» κι ένα «θα επανορθώσω» . Κλασσική συνταγή εδώ και τρία χρόνια. Θα έπρεπε να το περιμένει.

Με τον εαυτό της θύμωνε που βασίστηκε πάνω του. Τώρα σιγά μην έβρισκε εισιτήριο τελευταία στιγμή και ειδικά αυτή τη περίοδο του χρόνου.

Άνοιξε τη πόρτα του σταθμού Λαρίσης και έφτασε φουριόζα στο γκισέ. Ούτε που θα καταλάβαινε πως είχε προσπεράσει μια ουρά ανθρώπων που ήδη περίμεναν αν δεν άκουγε μια αντρική φωνή να της επιτίθεται «Σιγά κοπελιά! Να περιμένεις τη σειρά σου.»

Α, όλα κι όλα. Ήταν καλός και άγιος ο Σταύρος αλλά τα νεύρα του την τελευταία ώρα δεν ήταν καλά. Δε θ’ άφηνε καμία να του φάει τη θέση στο τρένο που θα τον έπαιρνε μακριά.

Φανταράκι στη Θεσσαλονίκη για άλλους δύο μήνες, κατέβηκε στην Αθήνα να δει την δικιά του. Κι ενώ ήταν μες τα μέλια, του ανακοίνωσε (ούσα θλιμμένη) πως δεν μπορούν άλλο να είναι μαζί.

Μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις πήρε στον ώμο το σάκο του και τράβηξε για το σιδηροδρομικό σταθμό. Με το επόμενο τρένο θα γυρνούσε στο στρατόπεδο του Λαγκαδά και θα σκότωνε νοερά όποια γυναίκα εμφανιζόταν μπροστά του.

Τώρα θα σκότωνε αυτή που πήγε να του φάει τη σειρά. Την είδε στην άλλη άκρη του βαγονιού να περπατάει προς το μέρος του. Του έκανε εντύπωση η τσάντα που έσερνε. Ίσα με το μπόι της ήτανε. Κι αυτό το μαλλί της σαν αφάνα περούκα τις Απόκριες του φάνηκε. Απόρησε πως μπορεί ένα τόσο δα κεφάλι να κουβαλά τόσο όγκο. Χαμογέλασε με τη σκέψη του και γύρισε να χαζέψει έξω.

Δεν άργησε να καταλάβει την παρουσία της απέναντί του. Αντάλλαξαν βλέμματα αμήχανα. Από εκείνα που παίζεις με τον άλλο τη γάτα με το ποντίκι. Με κοιτάει, όχι κοιτάει πίσω μου, όχι κοιτάει δίπλα μου. Εκείνα τα βλέμματα που κάνεις πως κοιτάς αλλού για να αφήσεις τον άλλο να σε επεξεργαστεί με την ησυχία του.

Από την τσάντα τη πελώρια άρχισαν όλα. Κάπου πήγε να τη βολέψει, δε μπορούσε να τη σηκώσει, την είδε να βασανίζεται κι έσπευσε να τη βοηθήσει.

Μετά τις ευχαριστίες έπιασαν κουβέντα. Τίνος είσαι εσύ, από πού είσαι, που πάς και γιατί.

Δεν άργησαν  να σχολιάσουν την μεσημεριανή τους συνάντηση. Γέλασαν με την ψυχή τους πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Μεγάλο πράμα να έχεις χημεία στο χιούμορ με κάποιον. Αυτός κορόιδευε την κόμη της κι εκείνη τα άρβυλα του που ήταν σα βατραχοπέδιλα.

Από τα χαζογελάκια βρέθηκαν να ανοίγουν τις καρδιές τους. Περάσανε από κόσκινο τους πρώην και τους νυν. Κι αφού τους έθαψαν κι έκαναν και τα σαράντα τόλμησαν να φλερτάρουν.

Ήρθε αβίαστα. Κορίτσι πειράζει αγόρι. Αγόρι πειράζει κορίτσι. Κορίτσι κρυώνει. Αγόρι δίνει ζακέτα. Κορίτσι λιώνει.

Δύο νέοι άνθρωποι, χωρίς να φορούν μάσκες καθωσπρεπισμού, είναι στο ίδιο βαγόνι για ένα βράδυ. Ο έρωτας δεν κρατάει πάντα μήνες ή χρόνια. Κρατάει και ώρες. Είναι σαν την ευτυχία. Μικρές πολύτιμες στιγμές. Ένας άντρας, μία γυναίκα στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή που εκμεταλλεύονται την ύπαρξη του άλλου για να καλύψουν τα κενά τους.

Εκεί, κάπου έξω από τη Κατερίνη, ανάμεσα σε ράγες, βαλίτσες και ροχαλητά έδωσαν μερικά φιλιά. Φιλιά δικά τους που τα ξέρουν αυτοί και όσοι επιβάτες ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν

«Αυτό είναι τρέλα», του είπε.

«Κι αυτό μένει. Αυτό που έρχεται ξαφνικά .Τι τα θες τα κανονισμένα;», τη ρώτησε.

Εκείνος στις εφτά το πρωί κατέβηκε στη συμπρωτεύουσα. Εκείνη κοιμόταν ακόμη. Όταν ξύπνησε το μισό βαγόνι ήταν άδειο. Το ίδιο και η θέση απέναντί της.

Φορούσε όμως ακόμη τη ζακέτα του.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη