Να σε ρωτήσω κάτι; Πώς κι έφυγες; Πώς κι επέλεξες να ακούσεις το μυαλό σου; Όσα σου λέει όλον αυτόν τον καιρό σε ποιο συρτάρι τα έχεις θάψει; Δε την ακούς και την πληγώνεις. Οι μαχαιριές με τις οποίες τη λάβωσες δε σου δίδαξαν τίποτα; Άκου λίγο τα λόγια της, άκου το χτύπο μιας καρδιάς. Άκου την αλήθεια.

Αν ποτέ βρεις την αγάπη, την αληθινή, μην την αφήσεις να φύγει. Θυσίασε στο βωμό της τα πάντα, γιατί όταν είναι αληθινή θα το εκτιμήσει. Θα σε αγαπήσει με τέτοια δύναμη που δύσκολα θα μπορέσεις να αμυνθείς. Θα σε βάλει έπαθλο σε κάθε βήμα του «εμείς» σας, θα σε κρατήσει ψηλά στα σύννεφα των ονείρων της. Και θα λυγίζει σαν μια κόλλα χαρτί σε κάθε σου βλέμμα, σε κάθε σου «σ’ αγαπάω».

Κι αν το μυαλό ρωτάει πάντα «τι συμβαίνει, καρδιά;», λες και μπορεί να την τιθασεύσει, μην το ακούς. Μείνε πιστός στην αγάπη, γιατί αυτήν αναζητάς όταν φεύγει. Κοίτα την καρδιά σου πώς πεταρίζει όταν μιλάς για εκείνη.

Αθώο καρδιοχτύπι, λέει πολλά με κάθε του εμφάνιση. Η αγάπη είναι ένα μαξιλάρι που ξέρεις ότι θα είναι εκεί στο κρεβάτι σου απάνω κάθε βράδυ να σου λέει καληνύχτα με ένα πεταχτό φιλί και να σε καλημερίζει τα πρωινά με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό, που το ξημέρωμα μπροστά του είναι ένα κερί αναμμένο στο καταμεσήμερο. Πρόσεχε, λοιπόν, αν τη βρεις να μην τη χάσεις, πρόσεχε, γιατί της αγάπης το πρόσωπο είναι ευλογία, μα η πλάτη της είναι κόλαση. Και σε καμία τσόχα επάνω δεν καταλήγεις πιο χαμένος απ’ το τραπέζι της μοναξιάς.

Την άφησες. Και τι κατάλαβες; Σαράκι έγινε αυτή η επιλογή σου και σε τρώει. Πού, άραγε, θα βρεις άλλη να σου ανοίξει τις πόρτες σου τόσο γλυκά; Χωρίς τρίξιμο, χωρίς ίχνος αντίρρησης. Με μια προθυμία στο όνειρο τόσο δυνατή που η ζωή η ίδια τη ζήλεψε. Με μια αθωότητα, αγνή.

Σ’ αγαπάει ακόμα , το νιώθεις, το ξέρεις, το πιστεύεις. Ε και; Πλέον είναι αργά, οι δρόμοι σας χώρισαν. Κι εσύ έμεινες να κοιτάς μια πλάτη τόσο μακριά, που μοιάζει με κουκκίδα στον ορίζοντα. Γιατί σ’ αγαπάει, μα μικρό μου κουφάρι, πρέπει να σταματήσεις να δακρύζεις και να βάλεις τέλος. Δεν ακούς, τρέχεις! Τρέχεις να την προφτάσεις, μα μάταια, αυτή όλο και μικραίνει.

Μη φοβάσαι και μην αγχώνεσαι, όσο δυνατή και να ήταν αυτή η αγάπη, για έναν άνθρωπο που νιώθει τόσο αληθινά όπως εσύ, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Όσο αυτή η πλάτη μικραίνει και γίνεται κουκκίδα, το βλέμμα σου θα χάσει το ενδιαφέρον και θα δεις πόσες έρχονται σε εσένα από εκεί που δεν τις έψαξες. Θα προσέξεις πόσες αγάπες κοιτούσες κατάματα και δεν το είχες καν αντιληφθεί. Κι αν είναι λίγες μην ανησυχήσεις, στους λίγους κρύβεται η αξία, στους αφανείς, φτάνει να σε αντικρίζουν με χαμόγελο. Κι ένα από αυτά τα χαμόγελα θα σε κάνει ευτυχισμένο.

Άσε την, λοιπόν, να χαθεί στην αγκαλιά του ορίζοντα και προχωρά κι αν και το επόμενο βήμα αποδειχθεί ασταθές, μη φοβηθείς, γιατί θα μάθεις πάλι να αγαπάς και να πονάς και να αντέχεις. Κράτα τις αναμνήσεις σαν διδάγματα και γέννα καινούργια καρδιοχτύπια.

Άσε την ελεύθερη κι αυτήν την αγάπη κι ας έχει ένα κομμάτι σου μαζί της. Άκου την καρδιά σου, νιώσε τη που σου μιλάει.

 

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη