Ως μέγιστη οπαδός του σπιτιού, της χαλάρωσης, της ηρεμίας και της ταινίας, οι βραδινές μου έξοδοι ήταν πάντα πολύ περιορισμένες κι όσο περνάνε τα χρόνια, περιορίζονται ακόμα περισσότερο.

Άκουγα συχνά με μεγάλο ενδιαφέρον φίλους και γνωστούς να περιγράφουν μ’ ενθουσιασμό τα ξενύχτια τους, τις μεθυσμένες τους βραδιές, τους χώρους που συχνάζουν και δυσκολευόμουν να μπω στον κόσμο και τη λογική τους. Ήμουν αυτό που οι περισσότεροι θ’ αποκαλούσαν «ξενέρωτη».

Κάθε κανόνας, όμως, έχει και μια εξαίρεση. Τη δική μου εξαίρεση στον τομέα της βραδινής ζωής αποτελούν τα χειμωνιάτικα μπαρ. Τα αυθεντικά, ατμοσφαιρικά μπαρ που μόλις περνάς το κατώφλι τους σε καλούν ν’ αποτελέσεις μέρος του σκηνικού τους.

Ξέρουν να σαγηνεύουν κι είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να μην πέσεις θύμα της κλασικής και κομψής γοητείας τους. Αποπνέουν μια ελαφριά θλίψη και μια δόση μυστηρίου, τόση όση χρειάζεται για να τα ερωτευτείς. Ο χώρος τους σε γεμίζει με μια ακαθόριστη μελαγχολία, σε προκαλεί να νοσταλγήσεις, ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος πού ακριβώς τρέχει ο λογισμός σου.

Απ’ τη στιγμή που θα επιλέξεις τη θέση σου και θα πάρεις στα χέρια σου το πρώτο ποτό, το ταξίδι ξεκινά. Όλα τα άλλα ήταν μια απλή πρόγευση. Σταδιακά, αφυπνίζονται όλες οι αισθήσεις σου, με πρώτη και καλύτερη την όραση.

Κοιτάς γύρω σου και μπαίνεις στον πειρασμό να παρατηρήσεις. Το χώρο, τους ανθρώπους, το χαμηλό φωτισμό που σου επιτρέπει να νιώθεις σχεδόν αόρατος, αν εσύ το θες. Βλέπεις ταυτόχρονα τη μεγάλη εικόνα και τις μικρές λεπτομέρειες. Φωτογραφίζεις με τα μάτια κι έχεις ήδη φύγει μακριά απ’ τον έξω κόσμο.

Χειμώνιασε, βλέπεις. Νυχτώνει νωρίς. Κι έρχονται κάποιες νύχτες που οι τέσσερις τοίχοι του σπιτιού σου φαίνονται τόσο μουντοί, τόσο παγεροί κι αδιάφοροι. Μπούχτισες απ’ το πολύ μέσα. Γι’ αυτό είσαι εκεί. Μετά ακούς. Η μουσική συνοδεύει εξίσου αρμονικά τα λόγια και τις σιωπές. Χαμηλόφωνες συζητήσεις, γέλια, βήματα. Αν είσαι τυχερός, ακόμα κι ο ήχος της βροχής που παίζει τη δική της μελωδία.

Γεύεσαι. Το ποτό που έχεις επιλέξει μοιάζει ταυτόσημο της απόλυτης απόλαυσης. Απ’ την πρώτη κιόλας γουλιά, αισθάνεσαι ότι σε χαλαρώνει. Ξέρεις ότι δεν είναι το αλκοόλ, είναι η δύναμη της στιγμής.

Αρχίζεις να νιώθεις την ελαφριά ζάλη της μέθης. Μιας μέθης φυσικής κι όχι τεχνητής. Οι σκέψεις σου, σε αταξία, σε τραβάνε στο δικό τους κόσμο. Το βλέμμα σου, παντού και πουθενά. Την ίδια στιγμή που γελάς μ’ ένα αστείο της παρέας σου, χάνεσαι πάλι . Και μαζί τους και μόνος σου.

Αυτό είχες ανάγκη, άλλωστε. Γι’ αυτό βγήκες. Για να χαθείς μέσα στην ασφάλεια του πλήθους, της παρέας. Ή ίσως, και για να δώσεις μια ευκαιρία στον εαυτό σου να παίξει με τα μάτια, να χαρίσει ή να εισπράξει ένα χαμόγελο. Να θυμηθεί την τέχνη του φλερτ. Και πόσο βοηθάει, αλήθεια, αυτή η ζεστή ατμόσφαιρα, το ποτό που κρατάς στα χέρια σου, η μουσική που δεν επιτρέπει πολλές κουβέντες…

Δεν έχεις βγει για να σκεφτείς ούτε για ν’ αναλύσεις. Να αδειάσεις έχεις ανάγκη. Να ξεχαστείς. Να δεις λίγο κόσμο, να κοιτάξεις εκφράσεις, βλέμματα, να φτιάξεις στη φαντασία σου τις ιστορίες των άλλων. «Τι να τον απασχολεί αυτόν το μοναχικό κύριο που πίνει με σκυμμένο κεφάλι;» ή «Πόσο καιρό να είναι μαζί αυτό το ζευγάρι που δείχνει τόσο ερωτευμένο;». Τέτοια πράγματα. Απλά, ανώδυνα. Ξένα.

Αρκεί ν’ αφήσεις για λίγο πίσω τα δικά σου. Εκεί θα ‘ναι και θα σε περιμένουν, το ξέρεις. Μετά όμως, όχι τώρα. Από αύριο πάλι.

Τώρα είναι η δική σου στιγμή. Και θα την απολαύσεις σ’ ένα χώρο όμορφο, άνετο, ατμοσφαιρικό, πίνοντας το αγαπημένο σου ποτό.

Στην υγειά μας, λοιπόν! Και καλό χειμώνα!

Συντάκτης: Ζωή Ναούμ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη