Όταν ήμουν μικρή, κάπου άκουσα ότι ο πόνος γεννάει τα μεγαλύτερα αριστουργήματα, ότι απ’ αυτόν παίρνουν πνοή τα σπουδαιότερα έργα τέχνης. Τότε, το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να συλλάβει πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο πικρό κι άσχημο, όπως ο ψυχικός πόνος, να δημιουργήσει κάτι όμορφο.

Μεγαλώνοντας, είδα ανθρώπους να πνίγουν τον πόνο τους στο τσιγάρο, στο ποτό, σε κάθε είδους κατάχρηση. Είδα άλλους να κρύβονται πίσω από μεγάλα γραφεία και να καλύπτουν συναισθηματικά κενά μ’ επιτυχημένες καριέρες. Είδα κάποιους να λυγίζουν και κάποιους να σφίγγουν τα δόντια και να κάνουν υπομονή. Ευτυχώς, όμως, συνάντησα και μερικούς απ’ αυτούς για τους οποίους είχα ακούσει μικρή: αυτούς που τον πόνο τους τον κάνουν δημιουργία.

Αν τύχει να τους συναντήσεις, -πράγμα που σου εύχομαι ολόψυχα- θα τους αναγνωρίσεις αμέσως. Βρίσκεσαι κοντά τους και σ’ εμπνέουν τα πάντα πάνω τους. Απ’ τον αέρα που αναπνέουν μέχρι τον τρόπο που πιάνουν το μολύβι, το πινέλο ή την κιθάρα τους. Αποπνέουν δύναμη κι ηρεμία, ένταση κι ισορροπία, όλα τ’ αντίθετα, τέλεια εναρμονισμένα μεταξύ τους.

Βλέμματα καθαρά, κρυστάλλινα, λόγια ουσιαστικά, χαμόγελα αληθινά. Μοιάζουν συμφιλιωμένοι μ’ όσα οι υπόλοιποι μάχονται καθημερινά κι αδιάκοπα. Όσο ευαίσθητοι και προβληματισμένοι είναι, άλλο τόσο σου δίνουν μια αίσθηση άφθαρτου. Σαν να τους έχουν αποκαλυφθεί όλα τα μυστήρια της ζωής, σαν να έχουν βρει όλες τις απαντήσεις.

Στη δυνατή καταιγίδα βλέπουν το λουλούδι που ανθίζει. Στο σκοτάδι μαθαίνουν να εκτιμούν το φως. Από κάθε πληγή συλλέγουν ένα κομματάκι σοφίας κι από κάθε δοκιμασία ένα κομματάκι δύναμης. Έχουν μάτια σπάνια, μάτια μαγικά, ικανά να δουν την ομορφιά στα πιο απίθανα σημεία.

Κι είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη τους να τη δουν, που αν δεν υπάρχει, τη δημιουργούν. Κάνουν τον πόνο τους μουσική, τραγούδι, ποίημα, πίνακα ζωγραφικής. Τον κάνουν κόσμημα, τον πλάθουν με τα χέρια τους και φτιάχνουν πίτες ή κουλουράκια, τον σχεδιάζουν, τον χρωματίζουν, του δίνουν μορφή, τον βγάζουν από μέσα τους στον έξω κόσμο στην πιο ωραία του εκδοχή.

Δεν τον καταχωνιάζουν σε μια γωνιά της ψυχής τους, δεν προσπαθούν να τον αποκοιμίσουν, δεν τον αγνοούν. Του δίνουν όλη τη βαρύτητα που του πρέπει, τον αναγνωρίζουν και τον αποδέχονται ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους. Δε φοβούνται να τον βιώσουν, δεν τον αρνούνται.

Δε δέχονται, όμως, να τον εκδηλώσουν βίαια, άτσαλα, επώδυνα για τους ίδιους ή και για τους άλλους. Δεν τον εκτοξεύουν σαν βόμβα, δεν επιδιώκουν να πληγώσουν, επειδή νιώθουν πληγωμένοι.

Αφήνουν τον πόνο τους να τους μιλήσει, του δίνουν χώρο και χρόνο να εκφραστεί και να πει όσα τον καίνε. Κι αυτός τους ανταμείβει χαρίζοντάς τους απλόχερα όποια μορφή έμπνευσης τους ταιριάζει. Είναι τα εκλεκτά του παιδιά, τ’ αγαπημένα του, όσα τον αποδέχονται αντί να τον πολεμούν.

Γι’ αυτό όταν φεύγει, δεν τους κάνει να μετανιώνουν για όσα έκαναν ή δεν έκαναν υπό την επήρειά του. Στον απολογισμό τους κάνει περήφανους. Τους αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, αντί για την καθαρόαιμη πίκρα που αφήνει σ’ άλλους. Τους βγάζει νικητές, που κατάφεραν να τον μετουσιώσουν σε κάτι όμορφο. Τους δικαιώνει.

Αυτούς τους ανθρώπους τους έχω καταχωρήσει στη συνείδησή μου ως τους μεγαλύτερους «θαυματοποιούς» της ζωής. Ως μάγους που πετάς μέσα στο καπέλο τους σκουπίδια και καταφέρνουν να βγάλουν χρυσάφι. Αυτούς τους ανθρώπους τους θαυμάζω απεριόριστα. Με τον ξεχωριστό τους τρόπο δείχνουν μια άλλη διαδρομή, ανοίγουν εναλλακτικά μονοπάτια κι ας επιμένουν οι περισσότεροι να πηγαίνουν από την κεντρική λεωφόρο.

Κάποια στιγμή θα καταλάβουν ότι οι λεωφόροι της ζωής μας δεν οδηγούν υποχρεωτικά στο σωστό προορισμό. Θα συνειδητοποιήσουν ότι ο δρόμος που ακολουθούν οι πολλοί, δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή.

Κάποια στιγμή ένα χέρι θα σταματήσει πριν ρίξει μπουνιά στον τοίχο και θ’ αρπάξει ένα μολύβι. Κι ό,τι και να κάνει μ’ αυτό το μολύβι, θα είναι όμορφο.

 

Επιμέλεια κειμένου Ζωής Ναούμ: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Ζωή Ναούμ