Ο χρόνος περνούσε πλέον διαφορετικά. Το σκηνικό είχε διαφοροποιηθεί. Οι περαστικοί από το σπίτι του είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Υπήρχαν στιγμές που πλέον δεν άντεχε τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε μπουκώσει από τη βρομιά που άφηναν όλες εκείνες οι άγνωστες γυναίκες στο χώρο του, στη ζωή του, στην ψυχή του. Την ένιωθε εκείνη την ψυχή να ασφυκτιά, σαν κάποια βαγόνια τρένου που με κλειστά παράθυρα βρομούσαν δεκάδες μυρωδιές σώματος σε κάθε επιβίβαση. Πόση βρομιά να σηκώσει μια ψυχή;

Δεν ήταν το ηθικό ζήτημα, άλλωστε με τα θεία δεν είχε και ιδιαίτερες σχέσεις. Ήταν εκείνη η αηδία που νιώθεις στο στομάχι όταν έχεις παραφάει. Κι εκείνη η τάση να κάνεις εμετό, όταν νιώθεις όλα όσα έχεις καταβροχθίσει με αδηφαγία να σου ανεβαίνουν στον οισοφάγο. Και πόσα άλλα ακόμη συναισθήματα. Αυτό που τον έπνιγε κυρίως, αυτό που κυρίως τον ενοχλούσε κάποια βράδια που τα βάρη τα νιώθεις διπλά είναι ότι ένιωθε ότι δεν ένιωθε. Παράξενο ε; Αυτή η ανηδονία που πλημμύριζε το δωμάτιο κάθε που είχε κάποιο διαθέσιμο κι, επομένως, γυμνό γυναικείο κορμί στον καναπέ δίπλα του. Ένιωθε σαν τους βουλιμικούς. Έχοντας χάσει προ πολλού την αίσθηση πεινασμένου-χορτάτου, μόνο σε μία άλλη κλίμακα μπορούσε να κινηθεί. Εκείνη που άρχιζε από το κενό και τελείωνε στην αηδία.

Η σκέψη μόνο ενός ανθρώπου δεν του προκαλούσε τη γνωστή αηδία. Ενίοτε, βέβαια, τον εκνεύριζε η αίσθηση που είχε ότι τον έκρινε. Μα κάποιες ώρες αργότερα έφευγε ακόμη και η ιδέα ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Τον αγαπούσε, είναι δυνατό να μην τον αποδεχόταν; Έτσι όπως ακριβώς είναι. Τόσο κενό και τόσο ματαιόδοξο. Τόσο ψώνιο μα και τόσο νάρκισσο. Τόσο απαξιωτικό (απέναντί της) μα και τόσο κρεμασμένο από όλα όσα ήταν με τον τρόπο της.

Πώς γίνεται να φέρεσαι απαξιωτικά σε κάτι από το οποίο εξαρτάσαι; Μα γίνεται. Μια χαρά όλα γίνονται. Λίγη διαστροφή να διαθέτεις και ό,τι θες γίνεται. Γιατί μόνο διαστροφή χρειάζεται για να έχεις ακρογωνιαίο λίθο στη ζωή σου τη θεωρία πως ό,τι σου χαρίζεται και δεν το αξίζεις, σημαίνει ότι αυτό το ίδιο δεν αξίζει. Δεν έγινε κάποιο λάθος στη διανομή, μάγκα μου, ούτε σου πάσαραν ελαττωματικό προϊόν. Λαχείο λέγεται όλο αυτό. Δώρο. Λαχνός. Αν σου φαίνεται κάπως, μην το εξαργυρώνεις. Δεν μπορείς, όμως, να τρέχεις σαν λιγούρη να το εξαργυρώνεις και μετά να το περιγελάς. Να ψάχνεις την τρύπα σε κάποιο του μανίκι.

Αυτή ήταν και η διαστροφή στη σχέση του με αυτή τη γυναίκα. Καρπωνόταν όλη εκείνη την αγάπη που του είχε και ταυτόχρονα την ίδια στιγμή μέσα του την περιγελούσε. Με κάθε τηλεφώνημα του (στα διαλείμματα μεταξύ δύο «περιπετειών») εκείνη έτρεχε για να λουστεί την κάθε μία απογραφή των «πεπραγμένων». Αναφορά δεν της έδινε, μα κάθε που άρχιζαν οι βαριές φιλοσοφίες περί «αλλαγής της ζωής» εκείνη ήξερε πως ένα ακόμη μεσήλικο γκομενάκι είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι του. «Περιπέτειες» τις έλεγε εκείνος μέσα του. Τύφλα να χει ο Γκιούλιβερ και ο Ροβινσώνας Κρούσος. «Περιπέτειες» εκ του καναπέως ήταν, απ’ εκείνες που θα ντρόπιαζαν κάθε ουσιαστική περιπέτεια της ζωής.

Αυτή τη φορά, σ’ αυτή την παρτίδα αηδίας και μπουχτίσματος, δεν την πήρε τηλέφωνο. Σκέφτηκε για πρώτη να κάνει πρώτα πράγματα. Να κάνει έστω κάτι λίγο από όλα όσα έλεγε ότι ήθελε να κάνει, ώστε να έχει κάτι να της πει. Θυμήθηκε μια κουβέντα της σχετικά με το θέμα της δουλειάς. Εκείνης που θα ήθελε να πιάσει μα ποτέ δεν το έκανε. Είναι, βέβαια, γλυκό το πιοτό της χορηγίας. «Άρχισε με κάτι που δε θα έχει πολλές ευθύνες. Όχι πλήρες ωράριο και όχι πολλές αρμοδιότητες για την αρχή. Μπες στα μαλακά. Ένα βήμα τη φορά» του πει. Έτσι έπρεπε να αρχίσει. «Πόσο δίκιο είχε» σκέφτηκε. Άλλωστε, πόσο ακόμη θα έλεγε στην εκάστοτε «περιπέτεια» ότι τάχα μου εργαζόταν παλιά ως γραμματέας αλλά λόγω κρίσης έμεινε άνεργος για πολύ. Γραμματέας παρακαλώ. Όχι πχ ταμίας. Το ψώνιο παρέμενε σε κάθε φάση της ζωής του. Εκεί, κατσικωμένο σαν δεύτερη φύση.

Στη γωνία του δρόμου του, δυο-τρεις πολυκατοικίες πιο κάτω, υπήρχε ένα μίνι μάρκετ. Μέρες έβλεπε το κολλημένο χαρτί στο τζάμι στο οποίο αναγραφόταν το «Ζητείται υπάλληλος για ημιαπασχόληση». Δεν του πήγαινε η καρδιά ούτε να ρωτήσει τόσες μέρες πριν, το ένιωθε βαρύ. Σαν άλλη Μαντάμ Σουσού που θα έπρεπε να απασχοληθεί στο ψαράδικο του συζύγου στο Μπύθουλα. Από «γραμματέας» αποθηκάριος; Μα τι παρακμή!

Εκείνο το απόγευμα πλύθηκε, ξυρίστηκε και το έκανε το απονενοημένο βήμα. Τον ήξεραν χρόνια τώρα, άλλωστε ήταν και καλός πελάτης, πέρα από γείτονας. Δίπλα έμενε, νεαρούλης ήταν, λέγειν είχε, γιατί να μην τον πάρουν; Έκανε την αίτηση, έσφιξε τα χέρια με τον υπεύθυνο και θα περίμενε πλέον τηλεφώνημά του. Γύρισε σπίτι μουδιασμένος. Θα μπορούσε άλλωστε να ανταπεξέλθει; Το αγοραφοβικό κομμάτι μάλλον θα μπορούσε να το διαχειριστεί σχετικά εύκολα. Δε θα είχε να κάνει μ’ ένα σωρό κόσμο. Αποθήκη θα ήταν. Με προϊόντα, αριθμούς και προγράμματα στον υπολογιστή θα είχε παρτίδες. Πάντως με πολύ κόσμο όχι.

Το άγχος του ενδεχόμενου «ναι, ελάτε να ξεκινήσουμε» το ξεπέρασε σχετικά γρήγορα. Αποφάσισε να χειριστεί την ανασφάλειά του με τον ίδιο τρόπο που διαχειριζόταν τα γκομενάκια. Δεν παντρεύεσαι τίποτα, ανά πάσα ώρα και στιγμή αποδεσμεύεσαι από οτιδήποτε. Το επόμενο που εκκρεμούσε ήταν εκείνη η ριμάδα η σχολή την οποία, επίσης, είχε αφήσει να εκκρεμεί. Ο χορηγός, βλέπεις, ήταν διακριτικός. Ποτέ δεν , ποτέ δε μάλωσε, ποτέ δεν απείλησε ότι θα διακόψει τη χορηγία μέχρι νεοτέρας. Ο κανακάρης του να είναι καλά. Μόνο αυτό είχε σημασία.

Μία επίσκεψη στη γραμματεία του εξασφάλισε την πολυπόθητη επανεγγραφή. Τα βιβλία τα είχε αγορασμένα, σ’ αυτά ο χορηγός ήταν πάντα ανοιχτοχέρης και κάθετος. Κάθε χρονιά του αγόραζε οποιοδήποτε καινούριο σύγγραμμα έμπαινε στην ύλη, ας μην αξιωνόταν η αυτού μεγαλειότητα να το ξεφυλλίσει. Κι αν την έπιανε η όρεξη; Να μην το είχε; Όχι, βέβαια. Έπρεπε να υπήρχε στη διαρκώς ανανεωμένη θήκη του. Κι ας σκονιζόταν.

Μέσα σε δύο ημέρες έκανε εκείνες τις δύο κινήσεις που δεν αποφάσιζε χρόνια. Φαντάσου τι παλινδρόμηση βίωνε εκείνος ο «οισοφάγος» από τις ξεπέτες των τελευταίων χρόνων. Την αίτηση για τη δουλειά και την αρχή της συνέχισης εκείνων των άμοιρων σπουδών. Γέλασαν και οι πέτρες εκείνο το δεύτερο πρωινό. Υπήρχε μία σταθερά με την οποία όχι μόνο είχε μόνιμη σχέση, αλλά χαρακτηριζόταν και από κάτι «αιώνιο». Ήταν αιώνιος φοιτητής. Μα είχε σκοπό να σταματήσει να είναι.

«Θέλω να έχω να της πω πράγματα για μένα» σκέφτηκε. «Θέλω αυτή τη φορά να δω χαρά στα μάτια της, εκείνη την αληθινή όμως, όχι εκείνη που πιέζεται να δείξει για να χαρώ εγώ. Αύριο θα είμαι ένας άλλος άνθρωπος και θέλω εκείνη να το δει πρώτη».

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα