Σιγά σιγά ξημέρωνε. Άλλαξε για άλλη μια φορά πλευρό κι αναστέναξε. Πάλι έφτασε πρωί κι εκείνη δεν είχε κλείσει μάτι. Πάτησε το κινητό για να δει την ώρα. Τρεις ώρες είχε μπροστά της μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι.

Πότε πέρασαν τόσες μέρες, ούτε που το κατάλαβε. Αυτό ακριβώς σκεφτόταν όταν δέχτηκε τη δουλειά σε εκείνη την πόλη. Ήθελε να φύγει όσο το δυνατό πιο γρήγορα για να μη σκέφτεται. Τι κι αν όλοι φώναζαν πως θα το μετανιώσει. Εκείνη ήθελε να ξεφύγει. Να πάει κάπου μακριά. Εκεί που δε θα ήξερε κανέναν και κανένας δε θα την ήξερε. Ήθελε να αλλάξει τρόπο ζωής, συνήθειες και φάτσες. Ήθελε να αλλάξει η ίδια.

Σε κανέναν δεν το είχε πει μέχρι το προηγούμενο βράδυ. Ήξερε καλά πως θα έκαναν το παν για να τη μεταπείσουν. Όχι. Δεν έπρεπε να ακούσει κανέναν τούτη τη φορά. Δεν ήθελε να επηρεαστεί, δεν ήθελε να λυγίσει. Κανείς δε θα μπορούσε να την καταλάβει άλλωστε. Και πώς να τους κατηγορήσει; Θα άφηνε την ήσυχη ζωή της, την ήρεμη δουλειά της και την ασφάλεια του σπιτιού της. Κανένας τους δε θα συνηγορούσε στο έγκλημα κατ’ εκείνους.

Σηκώθηκε και κοίταζε τις κούτες αραδιασμένες στα διάφορα σημεία του διαμερίσματος. Τόσα χρόνια εδώ μέσα κι αντί να θλίβεται που φεύγει, ένιωθε μια γλυκιά προσμονή. Ήθελε να τελειώνει με αυτή τη διαδικασία από χθες εάν γινόταν. Χθες. Τι βραδιά κι αυτή! Ούτε που είχε φανταστεί τι θα ακολουθούσε όταν τους ανακοίνωσε την απόφασή της.

Τους μάζεψε όλους. Οικογένεια και φίλοι θα είχαν την τιμητική τους. Τους μαγείρεψε και τους καλοδέχτηκε. Πάγωσαν στη θέα των πακεταρισμένων πραγμάτων αλλά δεν έβγαλαν άχνα. Σίγουρα θα νόμιζαν πως είναι πράγματα εκείνου. Πράγματα που σύντομα θα ξεφορτώνονταν. Κουβέντα δεν της είπαν. Τους αρκούσε που την έβλεπαν ευδιάθετη μετά από καιρό. Δεν ήξεραν πως είχε πάρει την απόφασή της και σε λίγη ώρα θα τους την ανακοίνωνε.

«Παιδάκι μου σύνελθε! Τι μετακομίσεις και κουραφέξαλα μου τσαμπουνάς;», φώναζε ο πατέρας της έξαλλος μετά από λίγο. «Πουθενά δε θα πας. Θα κάτσεις εδώ που έχεις εμάς. Τίποτε άλλο δε χρειάζεσαι».

Πού να καταλάβαινε μεγάλος άνθρωπος; Δεν του θύμωσε για την αντίδρασή του. Προσπάθησε να του εξηγήσει, να του δείξει πως είχε η κατάσταση απ’ τη δική της πλευρά. Μάταια. Δεν άκουγε τίποτα. Πρώτη φορά του πήγε κόντρα. Πρώτη φορά ήταν αποφασισμένη να μην κάνει το χατίρι κανενός, παρά μόνο το δικό της. Το τέλος της βραδιάς τους βρήκε μαλωμένους. Κανένας τους δεν έκανε πίσω. Από εκείνον είχε πάρει το πείσμα, άλλωστε.

Το κουδούνι την επανέφερε στην πραγματικότητα. Οι μεταφορείς είχαν ήδη έρθει κι εκείνη δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Τους άνοιξε κι έμεινε να μαζεύει τα τελευταία που είχαν μείνει έξω από τις κούτες. Πάντα πίστευε πως είχε λίγα πράγματα. Κι όμως ένα φορτηγό γέμιζαν τα υπάρχοντά της. Όλη της η καθημερινότητα στοιβαγμένη στην καρότσα ενός «εκτελούνται μεταφοραί». Γέλασε με την κατάντια της. «Δεύτερη ευκαιρία, όχι κατάντια», επανέλαβε δυνατά για να το ακούσει η ίδια.

Δεν το σκέφτηκε πολύ αυτό της το βήμα. Μια μέρα που περπάταγε στα χαμένα μετά τη δουλειά, συνειδητοποίησε πως δεν τη χωρά άλλο αυτή η πόλη. Κάθε της γωνιά και μια ανάμνηση. Κάθε δρόμος που έπαιρνε την οδηγούσε εκεί. Ένιωθε να πνίγεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Στιγμιαία σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα. Να φύγει μακριά και να ανακατέψει η ίδια πάλι την τράπουλα της ζωής της. «Είσαι δειλή», της είπε μια φωνή μέσα της και ήταν αυτή η φωνή που τη θύμωσε τόσο. Η απόφαση είχε παρθεί.

Ποτέ της δεν έκανε κινήσεις σπασμωδικές και απρογραμμάτιστες. Μια ζωή θυμάται να την επαινούν και να την καμαρώνουν. Έκανε τα σωστά πράγματα τη σωστή στιγμή. Προσγειωμένη και μυαλωμένη την έλεγαν. Βαρετή ένιωθε η ίδια. Όλα συμβατικά και συμμετρικά. Κανένα ψεγάδι. Καμία ατέλεια. Μέχρι που μπήκε στη ζωή της εκείνος.

Ο πιο κατάλληλος άνθρωπος την πιο ακατάλληλη στιγμή. Τα ρολόγια άλλαξαν φορά και η ρουτίνα έγινε άγνωστη λέξη. Η ζωή της γέμισε ανεμελιά. Ένα ατέλειωτο παιχνίδι όλα μαζί του. Τίποτα ίδιο, τίποτα δεύτερη φορά.

«Εμείς τελειώσαμε με το φόρτωμα. Σε λίγο ξεκινάμε για Αθήνα».

Πήρε μια ανάσα. Αυτό ήταν, λοιπόν. Κοίταξε ολόγυρα, χαμογέλασε και πήρε στα χέρια της τα κλειδιά. Έχωσε το μπρελόκ του στην τσάντα της κι έκλεισε την πόρτα δίχως να κοιτάξει πίσω. Είχε ώρες μέχρι να φτάσει στον προορισμό της για να σκεφτεί όσο ήθελε.

Την Πέμπτη 12/11 έρχεται το Β’ Μέρος της ιστορίας.

Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά

 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη