Η Έμμα ήταν καλή με τη βελόνα και την κλωστή. Έφτιαχνε καινούργια φορέματα απ’ τα παλιά ράβοντας στενότερη την περιφέρεια της μέσης, μαζεύοντας το παλιό ύφασμα στη βάση της πλάτης της για να στέκεται σωστά πάνω απ´ τον καβάλο. Έπαιρνε πόζες κοιτώντας τον εαυτό της στο παλιό ασημένιο καθρέφτη τσέπης που είχε απ´ τη μητέρα της.

Ο καθρέφτης ήταν απ´ τα λίγα πράγματα που είχε φέρει απ´ το πατρικό της. Η μητέρα της τον είχε πακετάρει γι’ αυτήν, όσο φόρτωναν τα πράγματά της στο τρένο. Μέσα Νοέμβρη τότε στη Μασαχουσέτη τα πλατάνια καφετιά κλαράκια στο κάδρο του σταχτή ουρανού. Πίστευαν ότι ήταν τυχερή. Αυτός ο γυαλιστερός προς της δύση ορίζοντας, αυτός ο σύζυγος κι η σοδειά του στην Καλιφορνέζικη γη.

Το να ακούνε τον Άντριου να περιγράφει την Καλιφόρνια ήταν το κάτι άλλο- ολόκληρη η οικογένεια της, όλα της τα αδέρφια μαζευόταν για να τον ακούσουν γύρω απ´ το τζάκι πλάι στη φωτιά που έτριζε. Κάποιος θα χρειαζόταν ένα ασημένιο καθρεφτάκι μια ζωή για κάτι τέτοιο.

Όμως αποδείχθηκε ότι ο Άντριου δεν είχε γη, ούτε δουλειά, ούτε χρήματα. Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ του στην Καλιφόρνια πριν εγκατασταθεί εκεί μαζί της. Αναδρομικά τα ψέματα ήταν αναπόφευκτα. Όμως καθώς κατηφόριζαν το σκονισμένο λόφο για πρώτη φορά η Έμμα έβλεπε τον κόσμο να εξαφανίζεται όσο πλησίαζαν στη μικρή πόλη και τη νέα της ζωή να ανοίγεται σαν τρύπα.

Το χάος της επαρχίας που αναδιπλωνόταν ήταν άγονο και μονόχρωμο. «Αυτό; Τι είναι αυτό;», είχε ρωτήσει τον Άντριου κοιτώντας τον με πανικό, όμως εκείνος δεν την πρόσεξε. Το στόμα του ήδη έχασκε χαμογελώντας. Κρατούσε τις ελπίδες της για καμπόσους μήνες. Όσο κάρφωναν τις σανίδες για να ολοκληρωθεί το μικροσκοπικό τους σπίτι, χωρίς πάτωμα και παράλληλα ο Άντριου γυρνούσε την πόλη, ικετεύοντας για δουλειά εδώ κι εκεί.

Σίγουρα μπορείς πάντα να καλυτερέψεις τη ζωή σου. Ο Άντριου έπιασε δουλειά στα ορυχεία -κι αυτό έμοιαζε με μια νέα αρχή, όμως, δεν τους εξασφάλιζε τίποτα παραπάνω απ´ την επιβίωση. Όταν οι ελπίδες της άρχισαν να τρέμουν και να χτυπιούνται σκέφτηκε να δώσει ενέχυρο εκείνο τον καθρέφτη στο φαρμακείο που έκανε και τέτοιες δουλειές και να τρέξει μακριά. Αλλά πού;

Ο Άντριου της είχε πει ψιθυρίζοντας μία φορά, κάποιοι άλλοι άντρες, μερικές φορές φυγάδευαν ράβδους χρυσού απ´ τη δουλειά. Όχι πολύ αργότερα έπιασαν τον Ματ Ράσελ που σούφρωσε ένα μεγάλο κομμάτι και το πήρε σπίτι του. Ήταν ο πρώτος της χειμώνας και μια απ’ τις πιο κρύες μέρες του χρόνου κι είχαν όλοι μαζευτεί κουλουριασμένοι στα ρούχα τους για να παρακολουθήσουν την κρεμάλα του.

Η Έμμα τον αποχαιρέτησε με τα μάτια της παλάμες λυπημένων χεριών του αντίο. Όλοι οι λαιμοί ακούγονται διαφορετικά, μερικοί δεν ακούγονται καθόλου. Εκείνη την ακίνητη, χιονισμένη μέρα ο λαιμός του Ματ ακούστηκε σαν κούτσουρο που καιγόταν. Η τελευταία του πνοή σχημάτισε ένα μικρό σύννεφο που η Έμμα ακολούθησε για λίγο διαμέσου του αέρα μέχρι που διαλύθηκε στο φως της μέρας.

Κάθε που ήταν έτοιμη να βάλει ενέχυρο τον καθρέφτη, κάτι θα συνέβαινε που θα έκανε τα πράγματα ελαφρώς καλύτερα. Ο Άντριου θα χτυπούσε φλέβα φέρνοντας σπίτι ένα μικρό μπόνους με το οποίο θα τελείωναν το παράθυρο, θα έχτιζαν μια βεράντα για να κάθεται-κι έτσι η ελπίδα θα τρύπωνε πάλι μέσα στην καρδιά της. Ποτέ δεν είπε στους γονείς της ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Τι θα μπορούσαν, άλλωστε, να κάνουν γι’ αυτό; Τους άφηνε να θεωρούν την Καλιφόρνια όπως τη θεωρούσαν όλοι όσοι δεν είχαν πάει ποτέ εκεί: επιχρυσωμένη.

Τι ήθελε ο Φίντι από αυτή; Αναρωτιόταν όσο μπάλωνε και μπάλωνε, κοκκινίζοντας τα δάχτυλά της και παίζοντας ανήσυχα με τις παλάμες της όσο τον περίμενε να περάσει. Ήθελε να προσέξει το πώς είχε μαζέψει τα μαλλιά της εκείνη τη μέρα, τον τρόπο που το στήθος της φαινόταν λιγάκι απ´ τη λαιμόκοψη που είχε φτιάξει από ένα παλιό φόρεμα.

«Ω, μικρή φανταχτερή κυρία» φώναζε η κυρία Κοξ. «Πού σκοπεύεις να πας με αυτό, καλή μου; Έχεις αδυνατίσει πολύ. Βάλε λίγο κρέας πάνω σου» συνέχιζε. «Αν κάναμε κορίτσι θα ήταν ακριβώς σαν εσένα» επαναλάμβανε ο Άντριου με τα χέρια περασμένα στη μέση της εκτονώνοντας αγάπη πάνω της σαν ζέστη καταιγίδα.

Πήγε πάλι στην Κινέζα στο στενό της Σανγκάη για το φάρμακο. « Όχι μωρό;» φώναξε εκείνη δείχνοντας το στομάχι της Έμμα. Η Έμμα ψιθύρισε «Όχι μωρό». «Δεν έχεις μωρό;» φώναξε πάλι εκείνη. Η Έμμα την ικέτευσε να χαμηλώσει τη φωνή της. Χρειάστηκε να τρυπώσει στο μαγαζί απ’ την πίσω πόρτα για να μην τη δει κανείς. Μπαίνοντας ο αέρας του ήταν λεπτός και προκαλούσε θολούρα. Μισολιπόθυμοι άνθρωποι ήταν χυμένοι σε καρέκλες και πάνω στα χαλιά. Τα χείλια τους τα μόνα μέλη πάνω τους που μπορούσαν να κουνήσουν σχημάτιζαν μεταλλικούς κύκλους καπνού στο φόντο της ακινησίας τους.

«Όχι μωρό» είπε πάλι η Έμμα. «Δε θέλω μωρό». Η Κινέζα συνοφρυώθηκε, κούνησε το κεφάλι της και μουρμούρισε κάτι στη θορυβώδη γλώσσα της. Το δέρμα της καθαρό. Το φόρεμα της μπλε, μεταξένιο με μοτίβα που της ταίριαζαν. Είχε κουμπιά καλυμμένα με διπλό ύφασμα σε όλη την αριστερή πλευρά. Η Έμμα ήθελε να τρέξει τα δάχτυλά της σε όλο του το μήκος να της το τραβήξει και να το βάλει πάνω στο σώμα της.

«Φάε αυτό. Όχι μωρό» είπε και της έδειξε πώς να βάζει μια πρέζα σε μια κούπα τσάι. Ήταν φριχτά πικρό. «Αχ, αγάπη μου. Κοριτσάκι σαν εσένα», ξανάπε ο Άντριου εκείνο το βράδυ. Η Έμμα ένιωθε το φάρμακο να φτερουγίζει σε όλο της το σώμα σαν πυγολαμπίδα. «Σαν εσένα. Θα γίνει μια μέρα», ξανάλεγε ο Άντριου. Τα πάντα ήταν πιθανά γι’ αυτόν. Ίσως ξέθαβε χρυσό αύριο, ίσως η Έμμα γεννούσε το παιδί του, ίσως μια μέρα τον συγχωρούσε που την πήγε εκεί.

Νύχτες που ο Άντριου ερχόταν κατευθείαν σπίτι, ακόμα και νύχτες που λιποθυμούσε πάνω στη λίμνη από ουίσκι στο μπαρ και δεν εμφανιζόταν μέχρι το επόμενο πρωί, η Έμμα έπινε το πικρό φάρμακο σαν ζαχαρόνερο και πήγαινε για ύπνο. «Πώς και δεν έχετε παιδιά ακόμα;» έκραζε η κυρία Κοξ απολαμβάνοντάς το κάθε φορά που η Έμμα περνούσε τη βεράντα. «Άντε! Δώσε κάτι στον άντρα σου να ’χει να γυρνάει σπίτι! Έχε το νου σου με δαύτη!» έλεγε σα να μην ήταν η Έμμα μπροστά. Αυτός, όμως, μόνο γελούσε.

«Σου έχω μια έκπληξη», της είπε ένα βράδυ. Κλείδωσε την πόρτα, όμως, η Έμμα δε γύρισε να τον δει. Περπάτησε μέχρι εκεί που στέκονταν στην κουζίνα και πίεσε το σώμα του πάνω στο δικό της. Η Έμμα αγχώθηκε και ο Άντριου απομακρύνθηκε και πήγε να τραβήξει τις κουρτίνες. « Έμμα, μα, μα, μα» τραγουδούσε. Η λάμψη στα μάτια του έλεγε ότι είχε πιει παραπάνω. Η Έμμα τότε προχώρησε για να πάρει την τελευταία γουλιά απ ´το τσάι της, όμως, την άρπαξε απ’ τον ώμο σταματώντας την. Την κοίταξε βαθιά κι η Έμμα έσφιξε τον καρπό της νιώθοντας για πρώτη φορά να τον φοβάται. Τράβηξε κάτι απ´ την τσέπη του και το κράτησε ψηλά. Ένα χοντρό κομμάτι κίτρινης πέτρας. Στιλπνή όσο έπρεπε ώστε να μοιάζει αληθινή. Συνέχισε να την κοιτάει για μερικές στιγμές ακόμα με τα φρύδια του ψηλά, περιμένοντας την να πει κάτι. «Λοιπόν» είπε «έχω αλλάξει τη ζωή μας μόλις τώρα». Ήταν πιο μεθυσμένος από ό,τι η Έμμα είχε αρχικά αντιληφθεί και χόρευε με τα μάτια υγρά και βαριά.

«Το βλέπεις αυτό;» φώναξε τραβώντας την προς το μέρος του και βάζοντας στο χέρι της πιέζοντας τον όγκο του, το κομμάτι χρυσού, ενώνοντας τις δυο τους παλάμες. Την κρύα δικιά της και τη ζεστή δικιά του. Ύστερα την πήρε στα χέρια του τη στριφογύριζε, αλλά σχεδόν κόντεψε να πέσει απ’ την προσπάθεια. Η Έμμα χαμογέλασε. Μια μεγάλη ροδαλή γραμμή διαπέρασε το πρόσωπό της. «Το κορίτσι μου», είπε. Κι αυτή χαμογέλασε πιο πολύ.

Το χαμόγελο θα ήταν αρκετό, αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξέσπασε σε γέλια. Γέλασε ξανά και ξανά αρπάζοντας το χρυσό απ’ τον Άντριου και κρατώντας τον ψηλά στη λάμπα. Γέλασαν κι οι δυο μέχρι που βρέθηκαν στο πάτωμα με δάκρυα απ’ το γέλιο.

«Είναι πολύ όμορφο» είπε η Έμμα κοιτώντας τον. «Κουβέντα σε κανένα» της απάντησε. Η Έμμα κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Για μία στιγμή ήταν ομάδα. Αποσπώντας ένα δοκάρι από αυτά που τόσο προσεκτικά είχε τοποθετήσει όταν πρωτόμπηκαν σπίτι απ ´το πάτωμα, τύλιξε σε ένα κομμάτι παλιού υφάσματος το χρυσό και το έκρυψε εκεί, βάζοντας το ξύλο πάλι στη θέση του.

Εκείνο το βράδυ καθώς ο Άντριου ροχάλιζε η Έμμα ένιωθε το χρυσό να της κλείνει το μάτι κάτω απ’ τις σανίδες. Μπορούσε σχεδόν να ακούσει το σκοτεινό εκστατικό ήχο του. Δεν ξαναμίλησαν για αυτό, αλλά τη φιλούσε δυνατότερα κάθε πρωί που ξεκινούσε για δουλειά κι η Έμμα τον άφηνε.

Για δυο βδομάδες αυτός όταν γύριζε σπίτι τραβούσε τις κουρτίνες και το τσέκαρε κάθε βράδυ. Ήταν ακόμη εκεί κάθε φορά κι έτσι επέτρεπε στον εαυτό του ένα γρήγορο στριφογύρισμα στις παλάμες του. Τα πάντα. Τα πάντα θα άλλαζαν.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη