Διάβασε εδώ το Μέρος Γ’.

Και δεν ήταν απλά ότι το είπε. Το έκανε κιόλας η Celina. Εξαφανίστηκε χωρίς να δώσει ποτέ κανένα σημάδι ζωής. Χωρίς ν’ αφήσει μία χαραμάδα επικοινωνίας. Γέμισε τον Μάνο με ενοχές και τύψεις. Αλλά το πιο σημαντικό; Δεν του έδωσε αυτό που πιθανόν του άνηκε. Ένα παιδί.

Κι είχε αρκετά φαντάσματα ο Μάνος στη ζωή του. Είχε αρκετά πράγματα να τον στοιχειώνουν. Είχε πολλά αναπάντητα «γιατί» κι ερωτήσεις που τον έβρισκαν να οδηγάει νύχτες ολόκληρες, ψάχνοντας για απαντήσεις.

Ψάχνοντας να βρει εκείνο το κορμί που κοιμόταν μέχρι εχθές δίπλα του. Ψάχνοντας να βρει εκείνα τα μάτια, που πέθαινε κάθε φορά που τον κοιτούσαν. Ψάχνοντας να βρει εκείνα τα ρούχα, που ξαφνικά εξαφανίστηκαν απ’ την ντουλάπα του. Ψάχνοντας να βρει όλα εκείνα τ’ όνειρα, που ξαφνικά γκρεμίστηκαν. Και μαζί μ’ όλα αυτά γκρεμίστηκε κι αυτός.

Κι όσο την αγάπησε, τόσο και τη μίσησε. Κι όσο κι αν αγαπούσε τον εαυτό του, μέρα με την ημέρα, τον εγκατέλειπε. Κι εγκατέλειψε τα πάντα για να γυρίσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Εκεί που του έμαθαν πως δεν υπάρχει αγάπη.

«Κι αν υπάρχει, θα πρέπει να πονέσεις  πολύ», του έλεγε η μητέρα του. «Μόνο τότε θα μπορέσεις να χαμογελάσεις πραγματικά. Γιατί εκεί κρύβεται κι ο πόνος» και χαμογελούσε κάθε φορά που του το έλεγε.

Ήταν κάτι που το έμαθε πάρα πολύ καλά. Γιατί τον πατέρα του, τον πήρε ο καημός της θάλασσας. Πνιγόταν μαζί του κάθε μέρα κι η μητέρα του. Έβριζε και ταυτόχρονα παρακαλούσε να τον έχει καλά η θάλασσα. Ο Μάνος δεν τον γνώρισε ποτέ. Περαστικό ήταν το όνομα του πατέρα του απ’ τη ζωή του, όπως περαστική ήταν κι η αγάπη εκείνου για την μητέρα του και τον ίδιο.

Και μέσα στη σκόνη, που απλωνόταν στο πατρικό του, ξάπλωσε στο πάτωμα. Σαν να ήθελε ν’ αφήσει το σημάδι του. Χάθηκε μέσα στις εικόνες που ξυπνούσαν μπροστά του και πνίγηκε μέσα στα κλάματά του.

«Ό,τι σου αρέσει κι ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ», της είχε πει. «Απλά δεν πρόλαβα να γίνω. Ό,τι σου έχουν πει διάφοροι πως μπορούν να κάνουν γι’ εσένα , μπορώ κι εγώ. Απλά δεν το σκέφτηκα πρώτος» είχε ψιθυρίσει στη Celina την τελευταία φορά που έκαναν έρωτα. Και μ’ αυτές τις λέξεις στο μυαλό του έμεινε να κοιτάει, όπως και τότε, το ταβάνι.

Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για αναζήτησή της. Είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια που είχε εξαφανιστεί. Είχαν περάσει κι άλλα εκατό από πάνω του. Κι όσο δύσκολο κι αν του ήτανε, κατάφερε και την αποχαιρέτησε. Έστω και νοητά. Δεν έφτιαξε τη ζωή του ποτέ ξανά. Γι’ αυτό άλλωστε κι επέστρεψε. Για να κλείσει εκείνον τον κύκλο.

Εκείνος που ξεκίνησε κάθε που πηδούσε απ’ το παράθυρο του σπιτιού του για λίγες στιγμές έρωτα. Εκείνος που συνέχισε με νύχτες γεμάτες από γρήγορες ερωτικές υποσχέσεις. Εκείνος που τον βρήκε με μία ζωή γεμάτη από εμπειρίες και ταξίδια. Για να καταλήξει στον απόλυτο έρωτα. Για να καταλήξει σε μία ανεκπλήρωτη κι εξαφανισμένη αγάπη. Για να καταλήξει σ’ αυτό που μπορεί να σε πετάξει στα σύννεφα και την ίδια στιγμή στον γκρεμό. Για να καταλήξει σ’ εκείνη την πρωινή αύρα που τον έφερε στην πραγματικότητα.

Μία διαδρομή, λοιπόν, όπου κάθε βήμα έχει και μία ανάμνηση, ένα χρόνο κι ένα σημάδι που μένει, βρήκε τον Μάνο στο γνωστό ξέφωτο. Τον βρήκε, όπως και τότε, έτσι κι εκείνη τη στιγμή, στο γνωστό καταφύγιό του. Στο γνωστό παγκάκι του μέσα στο δάσος. Εκεί που είχε χαράξει ένα «Μ». Και δίπλα σ’ αυτό έβαλε και μία τελεία.

Εκείνο το απόγευμα ήταν και το τελευταίο που είδαν τον Μάνο. Μετά από χρόνια, στη θέα του παλιού σπιτιού, ιστορίες και παραμύθια ξετυλίχθηκαν γύρω απ’ το όνομά του. Μερικοί λένε ότι δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Άλλοι ότι γύρισε και πέθανε μόνος από βαριά γεράματα. Άλλοι, ακόμα και σήμερα, ακούνε τις φωνές κάθε που βραδιάζει.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μάνος έζησε. Με τον δικό του τρόπο. Ίσως τελικά να κατέληξε μόνος μέχρι το τέλος του. Ίσως τελικά να μην υπήρξε ποτέ. Ίσως να είναι ο άλλος μας εαυτός. Ίσως να ‘ναι όλα εκείνα που προσπαθούμε να κρύψουμε ή εκείνα που θέλουμε να τερματίσουμε για να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή.

Ίσως είναι εκείνος ο έρωτας που βρίσκεται μπροστά σου κι εσύ απλά κλείνεις τα μάτια. Απλά όταν αποφασίσεις να τ’ ανοίξεις είναι πια αργά. Περιμένοντας να ζήσεις εκείνο το παραμύθι, με κολοκύθες που γίνονται άμαξες. Περιμένοντας να πέσει ένα αστέρι, προκειμένου να σου δείξει το δρόμο για τον έρωτα.

Κι απλά καταλήγεις να ψάχνεις την αρχή σ’ έναν κύκλο δίχως τέλος. Γιατί αν δεν το κατάλαβες, η ζωή είναι ένας κύκλος που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη