Και τώρα;

Δίλημμα μεγάλο. Πώς μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτό που συμβαίνει; Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που της ερχόντουσαν στο μυαλό, πριν ξεστομίσει τη φράση: «Θέλω να μείνω μόνη για λίγο καιρό». Ο Μανώλης δέχτηκε με πικρία την απόφασή της να φύγει, αντί να καθίσουν να το συζητήσουν. Προσπαθώντας να της αλλάξει γνώμη, φεύγει τελικά ηττημένος και με το κεφάλι σκυμμένο για το δικό του διαμέρισμα.

Μετά σιωπή.

Σιωπή πριν την μπόρα που ακολουθούσε. Ανοίγοντας ένα μπουκάλι κρασί, κάθισε στη βεράντα με ένα πακέτο τσιγάρα. Το χώμα άρχισε να μυρίζει βρεγμένο, εξαιτίας των πρώτων σταγόνων της βροχής. Ψύχρα παντού. Ο καιρός ήρθε κι έγινε ένα με την ψυχή της. Με τη σκέψη της. Με τα σωθικά της.

Η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό ήταν απερίγραπτη και συνάμα αστεία: «Ποιος με καταράστηκε; Πώς γίναμε έτσι;» Γέλασε μέσα από τα δάκρυα που σκέπαζαν το πρόσωπό της. Ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός θόρυβος της διάλυσε την ησυχία.

Κατάλαβε πως έσπαγε ό, τι έβρισκε μπροστά του. Φοβήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, επέλεξε να παραμείνει στη θέση της. Να τον αφήσει να ξεσπάσει με το δικό του τρόπο. Ο πόνος τους ήταν ο ίδιος. Ο δικός του μπορεί να ήταν και μεγαλύτερος. Με ένα γερό κρότο, η φασαρία σταμάτησε. Ήρθε η ώρα για την ανάπαυση του ξεσπάσματος.

Συνέχισε να κοιτάζει το άπειρο τη βροχερή εκείνη νύχτα. Μια το τσιγάρο που τραβούσε με μανία, μια το κρασί που έπινε ασταμάτητα, ήρθε σε μια κατάσταση αλλόκοτη. Περίεργη. Όλα τα συναισθήματά της είχαν γίνει ένας αχταρμάς, που δεν μπορούσε κανείς να βρει διέξοδο. Ποτέ δεν είχε βρεθεί σε τόσο μεγάλο δίλημμα. Από τη μια μεριά, η επαγγελματική της καριέρα κι από την άλλη, ένα πρωτόγνωρο έρωτα, από τον οποίο δεν μπορούσε να ξεφύγει. «Τι μπέρδεμα», σκέφτηκε.

Καθώς έβλεπε τη νέα μέρα να ξημερώνει, ήταν συνετό να πάει να χαλαρώσει και να ετοιμαστεί για την εταιρία. Άυπνη όπως ήταν, έφυγε νωρίτερα από το συνηθισμένο. Δεν ήθελε να τον πετύχει πουθενά. Έπρεπε, για όσο περισσότερο μπορούσε, να παραμείνει μακριά του. Όταν έφτασε, προτίμησε να πάει να κάτσει στην καφετέρια που βρισκόταν διαγώνια με το κτίριο. Εκεί, βρήκε τον Γιώργο.

Ο Γιώργος ήταν συνάδελφός της. Μέτριο ύψος, μελαχρινός με κεχριμπαρένια μάτια. Ήταν η ψυχή του γραφείου. Την είδε να κάθεται σαν ζόμπι σε μια γωνία. Την πλησίασε και της είπε: «Ξενυχτάμε βλέπω.»

Μπορεί να ένιωθε άδεια, αλλά γέλασε. Του προσέφερε την άδεια θέση δίπλα της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ξεκίνησαν τον μικρό τους διάλογο.

 

«Όχι ακριβώς», του απάντησε.

«Αλλά; Ξεκίνησες να πίνεις από τώρα; Δεν αντέχεις;»

«Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.»

«Τόσο χάλια σου φανήκαμε;»

«Όχι, προς Θεού. Δεν έχει να κάνει με την εταιρία.»

«Κατάλαβα. Καλύτερα να πηγαίνουμε, πριν αργήσεις τη δεύτερη, εκπληκτική μέρα σου στη δουλειά.»

 

Χαμογελώντας ξεκίνησαν κι οι δύο για τα πόστα τους. Μπαίνοντας στο γραφείο, είδε φάτσα κάρτα το Μανώλη. Μένοντας έκπληκτος, καλημέρισε και τους δύο με ευγένεια, πριν πάει στο δικό του γραφείο. Αμηχανία την κυρίευσε.

Όλη την υπόλοιπη μέρα, την παρακολουθούσε από τα μισάνοιχτα στόρια του παραθύρου του. Ήξερε πως την κοιτάζει. Το ένιωθε. Ήταν σαν μια ανατριχίλα σε όλη της τη ράχη. Ένα γλυκό μούδιασμα στο στέρνο και στο υπόλοιπο κορμί της. Κάθε της κίνηση, γινόταν ασήκωτο τούβλο στην άχαρη διάθεσή της. Φεύγοντας, τον πέτυχε στην έξοδο του κτιρίου, περιμένοντάς την. Αποφάσισαν να πάνε σπίτι μαζί, χωρίς να τους νοιάζουν τ’ αδιάκριτα μάτια που μπορεί να τους πρόσεξαν.

Επιστρέφοντας και μπαίνοντας στο διαμέρισμά του, η Άννα του έβαλε τις φωνές.

«Ζήτησα χρόνο, τι δεν καταλαβαίνεις;»

«Δεν αντέχω να είμαι σ’ αυτήν την αναμονή, χωρίς να μου λες μια λέξη, χωρίς ένα σου βλέμμα.»

«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, του είπε με όσο πιο ήρεμη χροιά γινόταν.»

Την άρπαξε με τρόπο που να μην μπορεί να κινηθεί. Η αφή είναι η κύρια αίσθηση που αντιλαμβανόταν. Σκύβει στο αφτί, αναπνέοντας βαριά. Προχώρησε προς το λαιμό της, αγγίζοντας τα χείλη του στο δέρμα της. Η αναπνοή του, όσο πήγαινε κι έτρεμε περισσότερο. Ακουμπάει τη μέση της γλυκά, τραβώντας την ήρεμα προς το δικό του σώμα. Τα χείλη του εξακολούθησαν να αγγίζουν το δέρμα της σε όλη τη διαδρομή από το λαιμό, μέχρι το στέρνο. Γονάτισε, συνεχίζοντας ν’ αγκαλιάζει το σώμα της με λαχτάρα. Ήταν έρμαιό του.

Ήταν αδύνατον να του αντισταθεί. Το ζητούσε, τον ήθελε.

Ανεβαίνοντας για να τη φιλήσει, οι ματιές τους συναντήθηκαν. Δεν άργησαν να πάρουν φωτιά. Παίρνοντάς την στα προστατευτικά του χέρια, την πήγε στην κρεβατοκάμαρά του. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στη γη εκείνη τη στιγμή πέρα από την ένταση των κορμιών και των σκέψεών τους. Στη φωτιά που τόσο πολύ πάσχιζαν να συγκρατήσουν. Εκείνη η στιγμή ήταν μόνο για εκείνους. Το περίμεναν καιρό, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες που συνέβαινε. Λάτρευαν ο ένας τον άλλον κι αυτό φαινόταν σε κάθε τους άγγιγμα. Σε κάθε τους λέξη που περιτριγυριζόταν από φλόγα και πάθος για το απαγορευμένο. Έγιναν ένα.

Ήταν φανερό πλέον, τι απόφαση είχε πάρει. Τα σώματα ποτέ δεν ξεχνούν, ποτέ δεν μπορούν να διώξουν μακριά αυτούς που τους έκαναν να αισθανθούν διαφορετικά. Έμειναν αγκαλιά μαζί με το πάθος τους, μέχρι να δουν την ανατολή από τις ανοιχτές κουρτίνες της μπαλκονόπορτας. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί, αλλά δυστυχώς δε θα μπορούσαν να είναι όλα τέλεια. Τα δύσκολα, τώρα άρχιζαν για τους δύο αχώριστους, πλέον, πρωταγωνιστές μας.

 

To be continued…

 

 

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου