Μέτα από λίγες μόνο εβδομάδες από την τελευταία συνάντηση της Αγάπης και του Χρόνη, αφού πέρασε ένα διάστημα περισυλλογής, ανάλυσης κι αυτοκριτικής, εκείνη αποφάσισε να κάνει, πράγματι, το επόμενο βήμα. Αυτή τη φορά όμως δε θα το έκανε προς τον Χρόνη αλλά προς τον εαυτό της.

Βρισκόταν στο κρεβάτι της, για την ακρίβεια μόλις είχε ξυπνήσει από τον ήχο ενός μηνύματος, που είχε λάβει και νυσταγμένη όπως ήταν, χωρίς να το πολύ σκεφτεί, όπως έκανε συνήθως, το διάβασε κι απάντησε αυθόρμητα:

«Θα έρθω,ναι. Τα λέμε από κοντά στις 12.» Μήνυμα εστάλη.

Μήνυμα ελήφθη: «Μου έφτιαξες τη μέρα. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα δεχθείς ποτέ. Σε περιμένω, Αγάπη.», διάβασε σιγανά, και κάπως χαμογέλασε μα την ίδια στιγμή άρχισε έχει δεύτερες σκέψεις, από εκείνες τις επικίνδυνες, τις γεμάτες ανασφάλεια, που φτιάχνει κάθε άνθρωπος, στην προσπάθειά του να αμυνθεί σε κάθε τι που δύναται να ρίξει, να γκρεμίσει, να κατεδαφίσει τα τείχη της μοναχικότητας, της προστασίας του, της επιλεγμένης ασφάλείας του ή έστω της ψευδαίσθησης όλων αυτών.

Το στομάχι της σφίχτηκε, ένιωσε ξαφνικά να βαραίνει το κορμί της, θυμήθηκε τότε τα λόγια της Ελπίδας, λίγες μόνο μέρες μετά από την τελευταία φορά που είδε εκείνον, τον Χρόνη της, τον Χρόνη πια. Έκατσε αναπαυτικά στο κρεβάτι της και προσπάθησε ν’ αναπαράγει το διάλογό της με την Ελπίδα, να τον θυμηθεί λέξη προς λέξη, κάθε φορά άλλωστε που χρειαζόταν δύναμη, σ’ εκείνη πήγαινε. Και την έπαιρνε. Αυτό συνέβη και σήμερα. Η συζήτησή τους αντηχούσε στα αυτιά, στην καρδιά και στο μυαλό της:

«Τελείωσε Αγάπη. Παρ’ το απόφαση. Μια μόνο επιλογή έχεις, να προχωρήσεις. Τουλάχιστον, προς το παρόν. Αν στο μέλλον, κάτι αλλάξει βλέπουμε. Άσε τα πράγματα ελεύθερα, άσε τον εαυτό σου ελεύθερο να ζήσει, να ερωτευθεί, να δεθεί, να νιώσει, ξανά, το αξίζεις.»

«Τον Χρόνη, δεν τον άξιζα;» θυμάται να τη ρωτά μελαγχολικά, γεμάτη παράπονο.

«Αξίζεις την παρουσία όχι τα υπολείμματα αυτής. Κάποιον να είναι εκεί, κάποιον να σε κράτα, να ξέρει τι θέλει, να σε διεκδικεί, να σ’ αγαπά, να σε φροντίζει κι εσύ το ίδιο.»

«Μα, κι εκείνος μ ‘αγαπάει.»

«Και γιατί δεν είναι εδώ; »

«Δε μ’ αγαπάει δηλαδή; Αυτό μου λες; »

«Δεν ξέρω τι νιώθει, Αγάπη, ξέρω τι δείχνει και τι αποφάσισε. Κι αν σ’ αγαπάει κι αντέχει να μένει μακριά σου; Εσένα σου κάνει τέτοια αγάπη; »

«Όχι, τότε να μη μ’ αγαπά καθόλου, το προτιμώ. »

«Αγάπη μου γλυκιά, δεν μπορείς να αποφασίσεις εσύ τι θα νιώθει ο Χρόνης. Ούτε καν τα δικά σου συναισθήματα δε μπορείς να ορίσεις, όχι εσύ ειδικά, ο καθένας μας. Μπορείς όμως ν’ αγαπάς κι εσένα, κι αν σε αγαπάς οφείλεις να αφεθείς ξανά. Αφέσου.»

«Μου αρέσει πού είμαι ελεύθερη.»

«Κρύβεσαι από τον εαυτό σου.»

«Τι εννοείς;»

«Ότι φοβάσαι.»

«Φοβάμαι; Τι πράγμα, μην πληγωθώ; Αυτό δεν ισχύει.»

«Όχι, όχι αυτό. Κάτι χειρότερο. Φοβάσαι ότι… » σ’ εκείνο το σημείο η Ελπίδα κόμπιασε.

«Πες μου. Μίλα, Ελπίδα. »

«Φοβάσαι ότι όντως θα ξεπεράσεις τον Χρόνη και τότε δε θα υπάρχει κανένας τρόπος να ξανά είστε μαζί. Κι αυτό θα είναι πια δική σου επιλογή, οριστική κι αμετάκλητη. Δε θες λοιπόν να τον ξεπεράσεις για να μην πάρεις την ευθύνη αυτή της τελεσίδικης απόφασης. Αντίθετα προτιμάς να μένεις σε μια σχέση ανύπαρκτη, που τη διατηρείς μόνο εσύ, και μάλιστα όχι ρεαλιστικά αλλά στο μυαλό σου. Δε θες να τον ξεπεράσεις για να μην τον απαρνηθείς στο μέλλον, γιατί πιστεύεις, όπως κι εγώ, όπως κι εκείνος πιθανόν, πως δεν έχετε τελειώσει ακόμα. Κι έτσι προσπαθείς να διατηρείς ό, τι απέμεινε από εσάς, μα δεν έμεινε τίποτα ουσιώδες πέρα από την αγάπη σου για ‘κείνον. Δεν αρκεί αυτό όμως. Ποτέ δεν αρκούσε και ποτέ δεν θα αρκεί. Χρειάζονται πολλά ακόμα για να διατηρηθεί μια σχέση. Και το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να θέλουν να διατηρηθεί και οι δύο. Σταματά την αντίσταση που έχεις και μην απορρίπτεις, έτσι άκριτα κι ανούσια κάθε άνθρωπο που σε προσεγγίζει και θέλει να σε γνωρίσει. Δώσε ευκαιρία στους ανθρώπους. Τίμια ευκαιρία, δίκαιη, σαν εκείνη που ήθελες να σου είχε δώσει, εσένα, ο Χρόνης. Μην την περιμένεις κανέναν, δωσ’ την εσύ στον εαυτό σου. Μην κάνεις πάλι τα ίδια όπως τότε με τον Άγγελο. Συμπεριφέρεσαι λες και δεν έχεις δει, όλο αυτό πού καταλήγει, πέταξες την κόκκινη κουβέρτα που σου είχε πάρει ο Χρόνης αλλά κοιμάσαι κάθε βράδυ μόνη σου, ξυπνάς μόνη σου, ζεις μόνη σου. Ωραίο ξεκαθάρισμα έκανες, μισό, τυπικό, για το φαίνεσθαι μονάχα.»

Η Αγάπη έσκυψε το κεφάλι. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής ρώτησε:

«Πώς ξε-αγαπάμε;»

«Δεν ξε-αγαπάμε. Κράτα τον στην καρδιά σου και βγάλ’ τον από το μυαλό σου. Απελευθερώσου, Αγάπη.»

«Οι δυνατοί απελευθερώνονται ή οι αδύναμοι, Ελπίδα; »

Η αδερφή της, της χαμογέλασε:

«Μόνο όσοι το επιθυμούν, όσοι το θέλουν πολύ, όσοι το λαχταρούν.»

«Εγώ, θα τα καταφέρω, αυτή τη φορά;»

«Ναι.»

«Γιατί;»

«Γιατί ήρθες σε μένα για επιβεβαίωση, όχι για απαντήσεις. Θέλεις απλά κάποιος να σου επιβεβαιώσει πως ο δρόμος που οδεύεις είναι ο σωστός.»

«Σ’ ευχαριστώ που εσύ μ’αντέχεις και μ’αγαπάς ό, τι κι αν γίνει. Μόνο εσύ το κάνεις αυτό.»

Η Αγάπη βούρκωσε τότε όπως και τώρα. Σκούπισε όμως τα δάκρυά της σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε την ντουλάπα και καθώς έψαχνε τι ρούχα να βάλει στο ραντεβού της, μιλούσε στον εαυτό της.

«Ο δρόμος που οδεύεις είναι ο σωστός. »

Ύστερα έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στη μπανιέρα. Το καυτό νερό καθώς αγκάλιαζε το κορμί της, έπαιρνε μακριά κάθε αρνητική σκέψη, κάθε δισταγμό. Καθαρτήρια δύναμη, απολαυστική.

Η ώρα είχε πάει ήδη δώδεκα.

«Καλημέρα, Αγάπη.»

«Καλημέρα. »

«Πού θες να πάμε;»

«Δε με νοιάζει.»

«Αυτό σ’ εμενα δεν έπρεπε να το πεις.»

Η Αγάπη  χαμογέλασε στον Λευτέρη όλο νάζι, εκείνος την κράτησε από την μέση και ξεκίνησαν.

 

To be continued…

 

Διάβασε το τελευταίο part του πρώτου μέρους εδώ

 

 

 

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου