Έμειναν έτσι, σε απόσταση αναπνοής, να την κρατά στην αγκαλιά του, με το χέρι του στο πρόσωπό της, ενώ είχε σκαλώσει το βλέμμα του στα μάτια της. Αυτά τα όμορφα, μεγάλα καστανά μάτια που του προκαλούσαν ρίγος σε κάθε τους κοίταγμα.

Μονάχα μια ανάσα τον χώριζε απ’ ό,τι λαχταρούσε εδώ και χρόνια και δεν μπορούσε να αποκτήσει. Μα όσο και να ποθούσε αυτό το φιλί, μια σκέψη ερχόταν ξανά στο μυαλό να του θυμίσει γιατί δε γίνεται να το κάνει. Το βλέμμα που αντάλλαξαν προηγουμένως δεν του άνοιγε σε καμία περίπτωση τον δρόμο να τη διεκδικήσει, να την κάνει δική του. Η Μαριλίνα ανήκε αλλού, ενώ αυτός… Αυτός ούτε που ήξερε αν ανήκει κάπου.

Χαμήλωσε το βλέμμα του, πλησιάζοντάς την λίγο περισσότερο. Ήταν πειρασμός να την έχει στα χέρια του, τόσο κοντά του. Δεν συγκρατούσε τον εαυτό του και ολοένα μείωνε τις αποστάσεις. Αλλά την είχε φέρει ήδη σε αρκετά δύσκολη θέση και ήξερε πως αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν λάθος. Μπορεί ο ίδιος να υπήρξε επιρρεπής σε λάθη και παραστρατήματα, μα η Μαριλίνα δεν ήταν τίποτα απ’ τα δύο.

Ο εσωτερικός του κόσμος αμέσως μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Σε αντίπαλα στρατόπεδα οι επιθυμίες του και η λογική του. Κι αυτή τη φορά ήταν τόσο κοντά στη νίκη που τρόμαξε. Όσο ο Άρης όμως πάλευε με τους δαίμονές του, η Μαριλίνα έμεινε να τον κοιτάζει με αγωνία. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να αντιδράσει. Είχε κοκαλώσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει, να τον σταματήσει, να φωνάξει ή απλά να αφεθεί κι ας έχουν περάσει χρόνια από τότε που ονειρευόταν ετούτη τη στιγμή.

Παλιά συναισθήματα, γνώριμα, οικεία άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Είχε ξεχάσει πόσο έντονα ήταν όλα αυτά που ένιωθε για τον Άρη. Όμως επέλεξε άλλον στη θέση του. Καλώς ή κακώς, ήταν πλέον με το Γιώργο και πάνε χρόνια από τότε που ήταν μαζί. Ίσως όχι όπως ήταν στην αρχή, ίσως να μην ήταν και στα καλύτερά τους τελευταία, μα τόσα χρόνια δε θα μπορούσε να τα κάνει πέρα, ούτε καν για μια στιγμή αδυναμίας. Γιατί αυτό ήταν ο Άρης τώρα πια, ένα απωθημένο, που αν άφηνε ελεύθερο τον εαυτό της αυτή τη στιγμή που ήταν ευάλωτη θα διέλυε μέσα σε δευτερόλεπτα ό,τι έχτιζε τόσο καιρό.

Παρόλα αυτά δεν έκανε τίποτα να τον εμποδίσει, μα ούτε και να τον ενθαρρύνει. Ίσως ήθελε να τον δοκιμάσει, να δει το θράσος του. Ήξερε γι’ αυτόν πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, κάθε μέρα κι άλλη, μόνο για να περνάει καλά. Ήξερε πως έπαιζε. Μπορεί κι αυτό να ήταν ένα από τα παιχνίδια του, να δοκιμάσει τα όριά του μαζί της. Ή απλά ήθελε να την προκαλέσει για να διασκεδάσει.

Σκεφτόταν πολλά, κάποια ίσως και λίγο ακραία, μα κατά βάθος το ήθελε κι η ίδια πολύ. Κι ας ήταν της στιγμής. Μετά θα το ξεχνούσε. Της ήταν τόσο εύκολο να ξεχνά και να τα θάβει όλα μέσα της. Το ήθελε, το ήθελαν κι οι δύο, κι ας μην έγινε στο τέλος ό,τι επιθυμούσαν. Ίσως τελικά να μην ήταν αρκετά μεγάλη η επιθυμία. Αν και δεν υπάρχει τρόπος μέτρησης των συναισθημάτων.

Πού βρήκε το κουράγιο να την αφήσει ξανά μέσα απ’ τα χέρια του, ούτε ο ίδιος ήξερε. Την καληνύχτισε, φιλώντας τη τρυφερά στο μάγουλο και μόνο όταν του χάρισε αυτό το υπέροχο χαμόγελό της, μπόρεσε να κάνει μεταβολή και να φύγει από κοντά της.

Όταν αργότερα γύρισαν σπίτι κανένας τους δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ο νους τους σκαλωμένος σε εκείνη τη στιγμή μέσα στα σκοτάδια όπου κανένας δεν τους έβλεπε. Ο Άρης, στη μάχη συναισθήματος και λογικής, για άλλη μια φορά έκανε στην άκρη τις επιθυμίες του. Ίσως η συνήθεια, ίσως ο φόβος της απόρριψης, ούτε ο ίδιος δεν ήταν κι εντελώς σίγουρος τι ήταν αυτό που τον εμπόδισε τελευταία στιγμή. Η Μαριλίνα προσπαθούσε μάταια να ξεχάσει. Κι ο Γιώργος πουθενά. Μόνο το άρωμα του Άρη έμεινε πάνω της να της θυμίζει αυτό που κατά βάθος επιθυμεί. Κι ας μην το παραδέχεται ούτε στον ίδιο της τον εαυτό.

Ο Άρης άυπνος ως συνήθως πήγε στη δουλειά κι αργότερα το ξημέρωμα τον βρήκε όπως τον βρίσκει σχεδόν και κάθε άλλο. Απλά κάθε φορά και με άλλη. Είχε ακόμα και τώρα την εντύπωση πως όλο αυτό θα τον βοηθούσε να ξεχάσει. Μα ήταν μόνο συνήθεια, μια ρουτίνα που δεν άλλαξε ακόμα. Και όχι, τελικά δεν τον βοηθούσε.

Η Μαριλίνα από την άλλη, είχε άλλα να αντιμετωπίσει. Ο Γιώργος απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Πρώτα έφευγε από την παρέα, μετά έφυγε από τα γενέθλιά της και πλέον με το ζόρι απαντούσε σε κλήσεις και μηνύματα. Πάνω που τον χρειαζόταν, αυτός έλειπε. Μπορεί η Μαριλίνα να μην έκανε τίποτα κακό με τον Άρη, μα ένιωθε τύψεις, ενοχές και μόνο που το σκέφτηκε, και πάνω που ήθελε από κάπου να πιαστεί, ο Γιώργος δεν ήταν εκεί. Μέχρι που πέρασε λίγος καιρός και διαπίστωσε πως δεν πήγαινε πουθενά όλο αυτό. Η ξαφνική αυτή αδιαφορία έδειχνε πως είχε κουραστεί και δεν είχε καμία διάθεση να το παλέψει, ό,τι και να ήταν. Έκανε σαν να περίμενε από την ίδια να βάλει τέλος. Έτσι, αφού κανένας από τους δύο δεν προσπαθούσε, δεν υπήρχε λόγος πλέον να κρατάει αυτή η σχέση κι η Μαριλίνα το τέλειωσε.

Όταν ο Άρης το έμαθε, δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά του. Μα έπρεπε να είναι προσεκτικός. Ήξερε τι σκεφτόταν η Μαριλίνα και ήθελε να τα κάνει όλα σωστά αυτή τη φορά. Δεν θα την άφηνε να φύγει. Περίμενε υπομονετικά για την κατάλληλη ευκαιρία, χωρίς να αφήνει περιθώρια λάθους κι η ευκαιρία που περίμενε ήρθε με το πάρτι μασκέ που διοργάνωνε ο Πέτρος στο εξοχικό του. Ήξερε πως της άρεσαν πολύ τα πάρτι και βρήκε την ευκαιρία να της ζητήσει να γίνει η συνοδός του.

Το πρώτο τους ραντεβού… Κι οι δυο τους πανευτυχείς κι ας μην το παραδέχτηκαν ο ένας στον άλλο. Είχε μόλις αρχίσει να σκοτεινιάζει και έφτασαν απ’ τους τελευταίους. Σαν καλός συνοδός, ο Άρης βάδιζε δίπλα της αργά κρατώντας της το χέρι μέχρι που με μια απότομη κίνηση, εκεί που η Μαριλίνα δεν το περίμενε την τράβηξε προς το μέρος του. Τώρα δεν τον εμπόδιζε τίποτα να κάνει αυτό που τόσο λαχταρούσε. Την είχε αγκαλιά, τη φιλούσε σαν να μην υπάρχει αύριο και εκείνη την ώρα έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι. Δεν θυμόταν ποτέ ξανά τον εαυτό του τόσο ευτυχισμένο.

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.