Ποιος δεν έχει νοσταλγήσει τα παιδικά του χρόνια; Τις ανέμελες εκείνες εποχές, που το μόνο που μας ένοιαζε ήταν οι γρατζουνιές στα γόνατα και η ξεφούσκωτη μπάλα που έπεσε στη διπλανή αυλή. Είναι γλυκιές εκείνες οι μέρες. 

Φέρνουν μυρωδιές και μνήμες στο μυαλό λες κι είναι από άλλη εποχή. Είναι εκείνες οι Κυριακές που ξυπνούσες αξημέρωτα για να δεις το αγαπημένο σoυ παιδικό. Η μαμά σου στην κουζίνα σου έφτιαχνε μερέντα και γάλα, ενώ η μυρωδιά από το ψητό είχε ήδη αρχίσει να γαργαλάει τα ρουθούνια σου. Ήταν η  μέρα που ο μπαμπάς δε δούλευε και τον παρακολουθούσες σαν θεό να διαβάζει την εφημερίδα του. Εσύ έκανες γρήγορα γρήγορα τα μαθήματα σου, για να προλάβεις να παίξεις στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας με τα άλλα παιδιά και να φτιάξετε αυτοσχέδιες παράγκες για να προστατεύεστε από το κρύο.

 
Κι ας είχατε τη γκρίνια της απέναντι γιαγιάς πως κάνετε φασαρία. Κι ας τρώγατε και καμιά τιμωρία, όταν ενώ σας φώναζαν να μαζευτείτε εσείς κρυβόσασταν για να κερδίσετε λίγα λεπτά ακόμα παιδικής διασκέδασης. Ήταν οι δικές σας παιδικές Κυριακές.

 
Κυριακές χωρίς έννοιες. Χωρίς hangover για ανεκπλήρωτους έρωτες, χωρίς το άγχος της δευτέρας, χωρίς το τι θα κάνουμε κυριακάτικα που λες με την παρέα σου. 

 
Ξένοιαστες μέρες και ακόμα πιο ξένοιαστες νύχτες. Ροζ μέρες με συννεφάκια που πίστευες πως θα κρατήσουν για πάντα. Είναι ρομαντική η παιδική ηλικία. Με παιχνίδι υπέρμετρο, με ζεστή μητρική αγκαλιά και γάλα με καοτόνικ που έπινες με καλαμάκι, γιατί όπως και να το κάνεις μεγάλωσες.

 
Τις θυμάσαι αυτές τις μέρες. Και θες να είσαι ικανός να τις προσφέρεις και στα παιδιά σου. Να ζήσουν λίγο από αυτή τη γλύκα και θαλπωρή που έλαβες κι εσύ. Μόνο έτσι θα νιώσει γεμάτο ένα παιδί. Όταν έχει γύρω του ένα προστατευμένο περιβάλλον. Νιώθεις πλήρης όταν μοιράζεσαι τέτοιες στιγμές με τα δικά σου παιδιά.

 
Όσο περνά ο καιρός, βλέπεις πως μπορεί να βιάστηκες να μεγαλώσεις, αλλά τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα όσο σου λέγανε. Μπορεί να μη τρέχεις σε πλατείες, να μην κάνεις κούνια, μπορεί ακόμα και εκείνο το σημάδι στο χέρι τότε που έπεσες από το δέντρο να υπάρχει ακόμα. Μπορεί να μένεις μόνος, να μην έχεις το φαγητό σου έτοιμο και ζεστό, μπορεί να κλαις για σημαντικότερα ζητήματα από το ξεχειλωμένο λάστιχο που παίζατε με τις φίλες σου.

 
Στεναχωριέσαι για κάποια χαμένη αγάπηι, για το φίλο που σε ξέχασε κι ας γνωρίζεστε από τα πέντε σας, για το αφεντικό σου που δε νιώθει πως είσαι άνθρωπος κι όχι ρομπότ.

 
Κάθε Κυριακή όμως, γυρνάς στο πατρικό σου. Βλέπεις το τραπέζι στρωμένο με χαριτωμένα λουλουδάτα τραπεζομάντιλα, την αδερφή σου να φοράει ένα δικό σου ξεχασμένο τζιν, τη μαμά σου να ετοιμάζει το αγαπημένο σου κέικ με σοκολάτα και το μπαμπά σου να παίζει με το κομπολόι του. Μόνη προσθήκη τα πεθερικά της αδερφής σου με τα μονίμως ξινισμένα μούτρα. Δε σε νοιάζει και πολύ βέβαια, αλλά σε εκνευρίζουν.

Δεν έχει σημασία αν περάσαν τα χρόνια. Αν τα μικι μάους αντικαταστάθηκαν με φτηνές επαναλήψεις σίριαλ και το γάλα με φρέντο εσπρέσσο σκέτο. Σημασία έχει, πως οι ενήλικες Κυριακές σου είναι ίδιες με τις παιδικές σου. Με την ίδια τελετουργία, την ίδια αγάπη και τα ίδια άτομα. 

 
Μέσα σου νιώθεις πάντα παιδί κι αυτό έχει σημασία.

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου