Τα βράδια, όταν το ρολόι χτυπά δώδεκα, μας πιάνει μια πιο μελαγχολική διάθεση. Είναι η ώρα που χαλαρώνουμε κι απολαμβάνουμε την ηρεμία που μπορεί να μας δώσει η νύχτα. Γινόμαστε ευάλωτοι, απροστάτευτοι κι ανήμποροι να κρατήσουμε τις σκέψεις μας μακριά. Ό, τι προσπαθούμε να διώξουμε μέσα στη μέρα, έρχονται όλα να μας φοβερίσουν, ζητώντας απαντήσεις. Ακόμα και πράγματα που έχουμε να σκεφτούμε καιρό έρχονται στο μυαλό με αδικαιολόγητη άνεση.

Η μελαγχολία που νιώθουμε παίρνει χώρο στο σώμα μας, σαν ανατριχίλα στα χέρια. Σαν ένα μαλακό χάδι στην πλάτη κι ένα βάρος μπροστά στο στέρνο. Σκοτεινιάζει το βλέμμα, δε βλέπουμε. Βρισκόμαστε ξαφνικά να κοιτάμε το υπερπέραν, προσηλωμένοι σ’ ένα αντικείμενο. Παρατηρούμε χωρίς να το βλέπουμε. Για την ακρίβεια, δε βλέπουμε τίποτα το πραγματικό. Βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να περνούν σκηνές και διάλογοι από περασμένες, ακόμα και τωρινές καταστάσεις, σαν να παρακολουθούμε ταινία βουβού κινηματογράφου. Μερικούς μας τρομάζει η άνεση με την οποία καταλαμβάνει το κορμί μας. Είναι σαν να μας λέει: «Ήρθα για να μείνω».

Όταν βρισκόμαστε μόνοι μας, είναι κάπως πιο εύκολα τα πράγματα. Είναι μια καλή ευκαιρία να έρθουμε αντιμέτωποι μ’ όλες αυτές τις σκέψεις και τις ανησυχίες μας, δίνοντας επιτέλους λύση, για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε από τη λίστα των «σε εξέλιξη». Κάνοντας ενδοσκόπηση, ανακαλύπτουμε πτυχές του εαυτού μας που δεν τις ξέραμε. Άλλες πάλι, θέλουμε να τις αλλάξουμε ή νιώθουμε ένοχοι για θέματα που χειριστήκαμε λάθος, λέγοντας (ή και κάνοντας) πράγματα που δεν έπρεπε. Βέβαια, η όρεξη δεν είναι πάντα σύμμαχος. Λόγω των σκέψεων αυτών, η μελαγχολία πολλές φορές μπορεί να μετατραπεί σε θυμό, σε αγανάκτηση, ακόμα και σε νευρικά γέλια. Έτσι, επιλέγουμε να τ’ αφήσουμε στην άκρη, προτιμώντας ν’ ασχοληθούμε με κάτι άλλο και ξορκίζοντας το κακό.

Μας πιάνουν τύψεις για τα περασμένα ή ακόμα και γι’ αυτά που συμβαίνουν στο παρόν, μας δημιουργούν ανασφάλειες, τις οποίες πολεμούμε να διώξουμε τη στιγμή που μας συμβαίνει αυτή η παραβίαση του εσωτερικού μας κόσμου. Όλα θολά, όλα αμφίβολα. Από τη μια, θέλουμε να έχουμε τη διάθεση που δε μας απασχολεί τίποτα, έχοντας το κεφάλι μας ήσυχο κι από την άλλη, προσπαθεί να εγκατασταθεί με το έτσι θέλω το αίσθημα της μελαγχολίας. Σκληρό ε; Δε θέλουμε τέτοιες σκέψεις, γιατί μας κάνουν να αισθανόμαστε δειλοί απέναντι σε όλα αυτά που κάναμε λάθος ή που θέλαμε να κάνουμε και δεν μπορέσαμε. Γιατί δεν μπορέσαμε; Γιατί μερικές φορές δε μας βοήθησε η τύχη ή δεν πήραμε θάρρος (ή και θράσος) για να τα καταφέρουμε.

Μετά τις δώδεκα δεν υπάρχει διαφυγή. Όλα γίνονται ένα. Σκέψεις κι επιθυμίες. Ένα.  Είναι η ώρα έναρξης των ονείρων. Δε χαμπαριάζουν από παρέες ή μοναξιά. Όλη μέρα περίμεναν να συναντηθούν. Να φλερτάρουν και να δώσουν τις δικές τους εκδοχές. Για τα δικά τους μελλούμενα. Ποιοι είμαστε εμείς που θα τις εμποδίσουμε;

 

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου