Πάντα φεύγουμε και κλείνοντας την πόρτα λέμε «να με θυμάσαι!». Το λέμε αλλά το εννοούμε; Θέλω όντως να με θυμάσαι; Θέλω να θυμάσαι όλα όσα σου έκανα, όλα όσα σου είπα; Θέλω να θυμάμαι εγώ όλα όσα περάσαμε μαζί, όλα όσα πέρασα εξαιτίας σου; Μα ναι. Θέλω να με θυμάσαι πού και πού. Θέλω να μην μπορείς να ξεχάσεις όσα ζήσαμε. Θέλω να θυμάσαι το άρωμα της σάρκας μου, τη μυρωδιά των μαλλιών μου, το χρώμα των ματιών μου, τη γεύση που άφηνα στα χείλη σου.

Θέλω να μην ξεχνάς ότι κάπου, σε κάποια γειτονιά μένω κι εγώ και κάνω πια τη ζωή μου. Ξέρεις πολύ καλά πού συχνάζω και με ποιες παρέες βγαίνω. Αυτό που λέμε άγνωστοι γνωστοί. Αυτό είμαστε. Αυτό μου είσαι κι αυτό σου είμαι. Τίποτα άλλο πια, ευτυχώς ή δυστυχώς. Που και που θέλω, όμως, να θυμάσαι εκείνη την ψυχή που σ’ έκανε να γελάς. Που σ’ έκανε να ξεχνάς έστω και για λίγο την τότε μίζερη ζωή σου.

Ξέρω. Για σένα είναι πολύ να με θυμάσαι έστω και σπάνια, έστω κι αμυδρά. Κάτι τέτοιο θα έξυνε πληγές που ίσως μ’ ένα απλό άγγιγμα ξανανοίξουν. Εσύ τις πληγές σου ποτέ δεν τις αγάπησες, ποτέ δεν τις φρόντισες. Νόμισες πως ο χρόνος μπορεί να τα κάνει όλα από μόνος του. Να θυμάσαι ότι εγώ σου άνοιξα κάποιες απ’ αυτές τις πληγές κι εγώ δεν τις άφηνα να κλείσουν. Όχι για να πονάς, αλλά για να θυμάσαι πάντα πως είσαι κι εσύ θνητός με ατέλειες όπως όλοι. Όχι το τέλειο πλάσμα που ήθελες να παρουσιάζεις.

Θέλω να έρχεσαι τα βράδια στο μπαρ να μου λες ένα καλησπέρα κι ας πέσει κάτω. Κι ας μην πάρεις απάντηση. Να στέλνεις ένα μήνυμα στο κινητό σε κάποιον που κάποτε ήθελε να σε ακολουθήσεις στην άκρη του κόσμου για να εκπληρώσεις τα όνειρά σου. Κι ας μη σου το είπα ποτέ. Εσύ ήξερες καλά πως με μια σου λέξη και μια σου εντολή εγώ θα είχα έτοιμες βαλίτσες κι ας μην ήξερα τον προορισμό.

Να με θυμάσαι κι ας μην το ξέρω. Nα ρωτάς να μαθαίνεις νέα μου. Nα έρχεσαι εκεί που είμαι και να με κρυφοκοιτάζεις να γελώ ή να κλαίω. Μην αφήσεις τη μνήμη σου να με σβήσει. Μην την αφήσεις να με φυλάξει σ’ ένα κουτάκι που θα ξεχάσεις με τον καιρό. Μην αποξενωθείς απ’ όλες τις καλές σου αναμνήσεις. Και από τις κακές. Γιατί απ’ αυτές θα μάθεις όσα – δυστυχώς – δεν έμαθες ήδη. Να με θυμάσαι να γελάω και να κάνω όνειρα για μας. Κι ας ξέραμε ότι δε θα τα εκπληρώναμε ποτέ. Τα όνειρα είναι γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι τους αξίζει η ευτυχία και μια ζωή κάτι περισσότερο από απλά καλή.

Θέλω να με θυμάσαι όταν γιορτάζω κι όταν γλεντάω. Να με θυμάσαι και να χαίρεσαι που εγώ δε σε θυμάμαι πια! Που στάθηκα στα πόδια μου. Που ορκίστηκα ότι θα το κάνω και τελικά το έκανα. Να με θυμάσαι, να μην ξεχάσεις ποτέ ποια ήμουν. Κι ας μη σε θυμάμαι εγώ τώρα πια. Η σειρά μου να κρατήσω ό,τι είχα από εσένα πέρασε και κράτησα ό,τι έπρεπε νομίζω. Ξέρω πως σε αγάπησα και δεν έπρεπε, δεν το άντεξες. Να με θυμάσαι μήπως κι αγαπήσεις εσύ εσένα. Μήπως μάθεις ν’ αγαπάς χωρίς να ξεχνάς όσους υπήρξαν κάποτε εκεί για σένα.

 

Επιμέλεια κειμένου Πηνελόπης Παυλίδη: Ελευθερία Παπασάββα

Συντάκτης: Πηνελόπη Παυλίδη