Το τρένο της ενηλικίωσης έχει φτάσει στη στάση του και σε προκαλεί να επιβιβαστείς. Μόλις ανέβεις και βρεις τη θέση σου, βλέπεις να επιβιβάζονται και νέοι επιβάτες. Οι λογαριασμοί, οι υποχρεώσεις, οι καθημερινές ανάγκες, τα περιττά έξοδα. O χώρος στον οποίο βρίσκεσαι έχει αρχίσει να γίνεται ασφυκτικός μα μένει διαθέσιμη μια θέση απέναντί σου -κρατημένη στο όνομα «Δουλειά». Μόλις βρεθεί η κράτηση αυτή, ξέρεις πως οι υπόλοιποι επιβάτες θα αποβιβαστούν και θα πάρεις μια ανάσα.

Η επονομαζόμενη κράτηση «Δουλειά» φτάνει κι ο ενθουσιασμός σου δεν περιγράφεται. Αποκτάς χώρο, ανασαίνεις καλύτερα κι ο κόμπος άγχους και ανησυχίας στο στομάχι σου ξεκινάει να λύνεται.

Μετά από μια-δυο στάσεις όμως αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως ο επιβάτης απέναντί σου δεν είναι η ιδανική συντροφιά και πρέπει κάτι να κάνεις. Ας αφήσουμε λοιπόν, την παραπάνω αλληγορία και ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά.

Το να ψάξεις δουλειά στις μέρες μας είναι κάτι εύκολο. Το να βρεις όμως δουλειά στις μέρες μας είναι κάτι πολύ δύσκολο. Αφού αγανακτήσεις λοιπόν πρώτα για κάποιους μήνες, βρίσκεις μια δουλειά -όχι στο αντικείμενό σου- με σχετικά καλές απολαβές. Ξεκινάς με ενθουσιασμό κι όλα μέλι γάλα.

Μόλις ξεφουσκώσει όμως ο ενθουσιασμός, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως η δουλεία αυτή ίσως να μην είναι για σένα. Το άγχος σε πνίγει, οι αρμοδιότητες της δουλειάς σου φαίνονται βουνό και το κλίμα στο γραφείο δεν είναι και τόσο τέλειο τελικά. Συζητώντας με τους δικούς σου ανθρώπους, η λύση που προτείνουν είναι μία. Να παραιτηθείς. Τι συνεπάγεται όμως με αυτό; Κι άλλο άγχος για το πώς θα τα βγάλεις πέρα, άγχος για το πώς θα το ανακοινώσεις στον ανώτερο σου, άγχος για την αναζήτηση νέας δουλειάς και γενικότερα το άγχος έχει αρχίσει να κατακλύζει και πάλι το βαγόνι σου.

Αρχίζεις λοιπόν να κάνεις πρόβα πώς θα ανακοινώσεις τα νέα στη δουλειά. Στο μυαλό σου παίζει ξανά και ξανά ο διάλογος που φαντάζεσαι ότι θα γίνει με το αφεντικό σου. Νιώθεις τη σιγουριά να παίρνει τα ηνία και είσαι σε ετοιμότητα την επόμενη μέρα. Φτάνεις λοιπόν στη δουλειά και πριν σε χαιρετήσει η τόλμη και το θάρρος σου, πηγαίνεις στο αφεντικό σου, εξηγείς πώς έχει η κατάσταση και παραιτείσαι. Δεν είναι και φαν της απόφασής σου αλλά τι να κάνουμε.

Περνάς την υπόλοιπη μέρα κλείνοντας τις υποχρεώσεις σου, απολαμβάνοντας τα μικροπράγματα που σε άγχωναν, σε νευρίαζαν, σε τρόμαζαν συνήθως. Κουτσομπολεύεις εν ώρα εργασίας με τους συναδέλφους σου που χωρίς αυτούς δε θα είχες αντέξει όσο άντεξες και χαιρετιέστε με τον δικό σας τρόπο. Το σχόλασμα φτάνει κι εσύ μαζεύεις τα πράγματα σου, μα τα αισθήματα είναι γλυκόπικρα.

Η επόμενη μέρα έρχεται και για μια στιγμή το γεγονός ότι δεν έχεις δουλειά δε σε αγχώνει τόσο. Απολαμβάνεις τον πρωινό σου καφέ χωρίς πανικό, νιώθεις το ξελάφρωμα στο στήθος σου και τα δάκρυα που έριξες το τελευταίο διάστημα δεν είναι θέμα πλέον -και αν τη δεδομένη στιγμή τύχει και κλάψεις, είναι δάκρυα χαράς και περηφάνιας.

Περνάς έτσι τις πρώτες μέρες κι όταν νιώσεις πως ήρθε η ώρα, ξεκινάς να ψάχνεις νέα δουλειά. Ιδανικά στο αντικείμενο σου. Προφανώς δεν κάνεις τόσα περιττά έξοδα γιατί έχεις στο μυαλό σου πώς έχουν τα πράγματα και δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη μέρα. Αυτήν τη φορά η προετοιμασία σου είναι καλύτερη και ψυχολογικά και πρακτικά. Ξέρεις περίπου τι είναι αυτό που ψάχνεις και ακόμα πιο σημαντικό ξέρεις τι είναι αυτό που δεν ψάχνεις. Αυτόματα λοιπόν η διαδικασία γίνεται λίγο πιο ξεκάθαρη.

Κανείς δεν είπε πως το να ξαναψάχνεις δουλειά από το μηδέν είναι εύκολο. Εννοείται πως θα αγχωθείς και πάλι, θα απογοητευτείς και θα νευριάσεις . Το να καταλήξεις όμως σε μία δουλεία που θα σου αρέσει και θα σε γεμίζει, σε δικαιώνει.

Το να παραιτείσαι, είναι κάτι που χρειάζεται τεράστια δύναμη και ψυχική ηρεμία. Αν δεν έχεις αυτά τα δύο σε μεγάλο βαθμό και αποφασίσεις να παραιτηθείς, νιώσε περηφάνια για τον εαυτό σου και ρίξ’ του ένα πατ-πατ στον ώμο, που μόλις επιβιβάστηκε στο τρένο μοιάζοντας αλλαγμένος.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Μίνου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου