Όταν χώρισες, σου δικαιολογήθηκε να ανανεώσεις το ενδυματολογικό σου προφίλ, όταν η Καιτούλα σε παράτησε, για να παντρευτεί τον παιδικό της έρωτα, σου δικαιολογήθηκε να ανάβεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και όταν σε απέλυσαν, ήταν απόλυτα δικαιολογημένο να φας ένα κιλό παγωτό στρατσιατέλα.

Κάθε πρόβλημα έχει μια λύση και συνήθως δεν πληρώνεται με νομίσματα. Είτε είναι μοναξιά είτε απογοήτευση, είτε είναι μια δύσκολη περίοδος και μια δύσκολη αποστολή, τίποτα δε θα ξεπεραστεί όντως με σοκολάτα, ούτε με ένα ζευγάρι καινούρια μποτάκια.

Τα προβλήματα είναι πανταχού παρόντα και μετά την κρίση καταναλωτικής μανίας, που θα σε βγάλει βόλτα στην κάβα. Οι εξαρτήσεις είναι μία διαφυγή, για να απαλύνει ο πόνος, να δημιουργήσεις ένα πρόβλημα και να ξεχάσεις ένα άλλο, μεγαλύτερο. Προκαλούν ένα τεράστιο κύμα ευχαρίστησης, για να κάνεις μετά ελεύθερη πτώση και να βρεθείς από τα πατώματα, χωμένος πενήντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ίσως είναι οι πιατέλες με τα μακαρόνια με κιμά κι ίσως είναι που το στομάχι σου νιώθει υπερπλήρες, που σε ξεγελάνε ότι γέμισε και η ψυχούλα σου. Μετά από λίγο, όμως, τι έχεις όντως κερδίσει; Πήρες ένα βουνό και τα έκανες δύο, πήρες μία πέτρα και την πήγες λίγο πιο πέρα, δε θα χρειαστεί να την πηδήξεις τώρα, θα χρειαστεί σε λίγο όμως.

Πήγες στο εμπορικό κέντρο και πήρες ένα φόρεμα για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς του 2017, αφού δεν είχες και πήρες κι ένα μαγιό σε τιμή ευκαιρίας, ολόσωμο, γιατί ούτε από αυτό είχες κι ένα φουτεράκι γκρι, γιατί φέτος είναι της μόδας. Δεν πειράζει που δε θα πληρώσεις τη ΔΕΗ, φτάνει που θα είσαι καλοντυμένη, για να ξεχάσεις πόσο απογοητευμένη είσαι από τις επιλογές σου ή πόσο οι επιλογές σου απογοητεύτηκαν από εσένα. Θα δείξεις όμορφη, για να νιώσεις όμορφη. Θα δείξεις όμορφη για να νιώσεις όμορφη; Ή θα τρως ρύζι μέχρι να μπει ο επόμενος μισθός, χωρίς απολύτως κανένα– μα κανένα– κέρδος;

Είναι προσποιήσεις. Είναι ντρίπλα απ’ το κέντρο του προβλήματος στο χάος ενός γαλαξία. Είναι το άγχος και ο πόνος, που κάθε φορά θα σε οδηγήσουν στο περίπτερο για κάθε είδους ανάγκη, από ζάχαρη μέχρι νικοτίνη.

Και το χειρότερο, το χείριστο των χείριστων είναι πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα όλων όσων μας πιπιλίζουν το μυαλό. Τα έξυπνα τηγάνια, τα έξυπνα παντζούρια, όλα έγιναν έξυπνα κι εμείς μείναμε χαζοί, μας πουλάνε ψεύτικες ανάγκες και τις αγοράζουμε, γιατί θα είμαστε λένε πιο πλήρεις, πιο ευτυχισμένοι, πιο καλοί, πιο, πιο, πιο. Τελικά είμαστε θύματα που υποκύπτουν στην ανάγκη να λυγίζουν στις επιταγές των άλλων, λυγίζοντας τις επιταγές των τραπεζών.

Πάρε σολομό και πάρε και το τραπεζάκι που ακουμπούσε τα πόδια τη η Μαρία Αντουανέτα και φάε παντεσπάνι και να κι η αυτοκινητάρα με τα πολλά πόνι και τα περισσότερα φουσκωμένα μυαλά. Να ικανοποιηθεί ο εγωισμός, η πλήξη, το άγχος, η μοναξιά, κάθε θεόπικρη πίκρα, κάθε στάλα της χολής, γιατί σου είπαν πως αν πληρώσεις, θα πληρωθείς.

Άλωση στην κατανάλωση. Με τίμημα τουλάχιστον ανάξιο ισότητας, με δήθεν αντίβαρο τη συναισθηματική σου πληρότητα, κατανάλωση για να καταναλωθείς. Πλειοδοτείς σε μία δημοπρασία, «πώς θα πνίξω τη μοναξιά;» – τιμή εκκίνησης πεντακόσια ευρώ για αυτό το εξαιρετικό βάζο αντίκα, «πώς θα αφήσω πίσω όσα με πονάνε;» – ο κύριος στη γωνία δίνει πεντακόσια ογδόντα, και «τώρα τι, τώρα τι κέρδισα;» – συγχαρητήρια, κατοχυρώθηκε.

Μπράβο, κέρδισες, εξαγόρασες με λίγη αποπλάνηση την εξαπάτηση του προβλήματος. Χάρηκες για λίγο, θαύμασες τη βαφλιέρα, έφαγες και δυο βάφλες με πραλίνα και μετά ξεθόλωσες, πήρες μια σαμπάνια να ηρεμήσεις και κινέζικο να ξεχαστείς, χρεωμένος, με το πρόβλημα να είναι εκεί, να στέκεται, να σε κοιτάει και να γελάει, «βρε κοίτα που νόμιζε ότι θα φύγω με ένα ακόμη πακέτο καπνό».

Δε θα πετάξει μακριά αν εσύ κι εγώ πετάμε λεφτά. Ούτε αν καταναλώνουμε μανιωδώς και ανεξαντλήτως. Θα φύγει αν βγάλεις σπαθί, κάτι σαν το εξκάλιμπερ και πολεμήσεις για όσα πρέπει να πολεμήσεις κι όχι για όσα σου είπαν ότι πρέπει να αγοράσεις. Δε χρειάζονται όλα, χρειάζονται κάποια και κάποια άλλα είναι για φούντο.

Τα απαραίτητα ώστε να υπάρχεις –κι ίσως κι άνετα να επιζείς– και μετά μην αυταπατάσαι, αλλού είναι η σαπίλα, όχι στο ότι δε φοράς γοβάκια με κόκκινο πάτο ούτε μπλουζάκια με κροκοδειλάκι.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Σιώρη