Είναι Ιούλιος και η ζέστη έχει ήδη κατοχυρώσει τη μόνιμη πλέον παρουσία της, ανεξαρτήτως ώρας και τόπου. Είσαι σπίτι, στο πίσω μπαλκόνι που βλέπει ακάλυπτο, ενώ έχεις βυθιστεί στην παλιά πολυθρόνα που έχεις βγάλει έξω, για να κάνεις χώρο για την καινούργια. Καθώς πίνεις μία μισοτελειωμένη πίλσνερ, προσπαθώντας να ξεχάσεις το γεγονός πως έχει ήδη ζεσταθεί, ακούς αυτόν τον εκνευριστικά διαπεραστικό ήχο, που για κάποιο λόγο άγνωστο, επιλέχθηκε ως τρόπος ειδοποίησής σου. Αγνοώντας το κατά συνέπεια μήνυμα που προκάλεσε αυτή την άρση ησυχίας, το μάτι σου πέφτει σ’ αυτούς τους τέσσερις αριθμούς που διαγράφονται ξεκάθαρα έως και επιδεικτικά έντονα, στην οθόνη του κινητού σου, ενημερώνοντάς σε πως αν ήσουν η σταχτοπούτα θα είχες ήδη γίνει κολοκύθα προ πολλού. Αφού συνειδητοποιείς πως δεν είσαι η σταχτοπούτα, άρα δεν έχεις άμαξα και πρίγκιπα να σε περιμένουν, θυμάσαι πως έχεις κάτι ακόμα καλύτερο, ένα αμάξι. Σηκώνεσαι, παίρνεις τα κλειδιά, ανοίγεις την πόρτα και στα τρία λεπτά έχεις ήδη φορέσει ζώνη, έχεις ανοίξει παράθυρο κι έχεις βάλει μουσική.

Δεν υπάρχει προορισμός και πλάνο. Η διαδρομή είναι άγνωστη και πιθανώς απρόβλεπτη. Οι δρόμοι σχεδόν άδειοι, σε αφήνουν να κάνεις κάθε δυνατή επιλογή. Να βγεις σε δρόμους μεγάλους, να γκαζώσεις, να φρενάρεις. Να μπεις σε στενά, τα οποία σε κάποια άλλη στιγμή της ημέρας μπορεί να φάνταζαν ο χειρότερός σου εφιάλτης, μα τώρα σου ξεδιπλώνουν τα πιο γραφικά σοκάκια. Να βάλεις τη μουσική στη διαπασών, να τραγουδήσεις ή να σωπάσεις και να ακούσεις. Να κλείσεις το ράδιο γιατί θα σ’ έχουν κουράσει οι διαφημίσεις και να προσηλωθείς στο πώς ακούγονται οι τροχοί καθώς γυρνούν και διασχίζουν την ασύμμετρη άσφαλτο. Να περάσεις δίπλα απ’ τη θάλασσα και ν’ ακούσεις τα κύματα καθώς χτυπούν δειλά τα τελευταία βράχια πριν ξεθυμάνουν στην άμμο. Να ανέβεις το βουνό που βρίσκεται πάνω ακριβώς απ’ την πόλη και να μαγευτείς απ’ τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα φωτάκια που υποδηλώνουν πως μες στο δικό σου ξενύχτι υπάρχουν κι άλλοι. Να κάνεις τις ίδιες διαδρομές που έχεις φτιάξει μόνο για κάτι τέτοιες νύχτες ή να αφεθείς εντελώς στο πού θα σε βγάλει ο δρόμος.

Είναι ίσως από τις πιο απολαυστικές στιγμές που μπορεί κανείς να έχει ενώ βρίσκεται μόνος. Έτσι φτιαγμένο το σκηνικό, η ώρα και ο χώρος, που η ύπαρξη ενός δεύτερου προσώπου θα ήταν πιθανότατα μια αχρείαστη προσθήκη. Εκτιμάς τη μοναξιά σου στον υπέρτατο βαθμό. Αξιοποιείς την ηρεμία που σου προσφέρει, αφήνοντας τις σκέψεις σου να σε οδηγήσουν στα πιο σημαντικά ή στα πιο ασήμαντα ζητήματα. Ή πάλι, επιλέγεις το απόλυτο κενό σκέψεων και συλλογισμών. Σαν να σε έχει κουράσει τόσο αυτή η αναγκαιότητα διαρκούς εγρήγορσης που επιλέγεις έστω και για λίγο να την αφήσεις στην άκρη. Είναι εξάλλου μια στιγμή για σένα μόνο κι έχεις την ελευθερία να την πλάσεις όπως ακριβώς θες εσύ. Μια βόλτα διαφορετική από κάθε άλλη που κάνεις με το ίδιο αυτοκίνητο, την ίδια διαδρομή ή την ίδια ώρα. Την έχει διαφοροποιήσει ο σκοπός, ή πιο σωστά η έλλειψή του. Καθώς δεν έχεις επιλεχθεί τελικός προορισμός, μα ούτε και συγκεκριμένη πορεία, δεν υπάρχει καθορισμένος λόγος μα ούτε και κάποια ανάγκη να καλυφθεί, το μόνο που μένει είσαι εσύ, ο εαυτός σου και ο δρόμος.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου