Ξέρεις εκείνο το αίσθημα όταν ακούς ή βλέπεις κάτι τρομερά αστείο (ή και όχι τόσο) και το μόνο που σου ‘ρχεται είναι να ξεραθείς στα γέλια σαν να μην υπάρχει αύριο; Κάθε ανάσα σου διαρκεί ελαφρώς λιγότερο απ’ την προηγούμενη ενώ ταυτόχρονα νιώθεις τον πόνο ενός ατελείωτου προγράμματος κοιλιακών να σε διπλώνει στη μέση, την ώρα που γίνεσαι ένα με το μωσαϊκό της κουζίνας. Μέτρα τώρα πόσες φορές το έχεις ζήσει αυτό και σε πόσες το σκηνικό εξελισσόταν κάπως αλλιώς, με σένα να πνίγεσαι απ’ την προσπάθεια να μη σου φύγει κάνα γέλιο και τους διπλανούς να ρίχνουν ενοχλημένα βλέμματα αποδοκιμασίας που σε στέλνουν “one way” στα Τάρταρα και σφραγίζουν και τις πύλες. Αν δεν είσαι τριών ή επαγγελματίας κωμικός (αν κι αυτό παίζεται), πιθανότατα και η δική σου ζυγαριά να γέρνει προς το δεύτερο κι αυτό γιατί το γέλιο όσο ευχάριστο είναι, άλλο τόσο είναι ελεγχόμενο.

Το ερώτημα βέβαια είναι ποιος το ελέγχει, με ποιον τρόπο και γιατί. Ας το πάρουμε απ’ τα εύκολα λοιπόν. Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος χειραγώγησης από την καλλιέργεια της ενοχής. Είναι αυτό το συναίσθημα όταν σου ‘ρχεται να γελάσεις μέχρι τελευταίων ασπασμών, αλλά το περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό, η συνθήκη δεν το επιτρέπει και στο τέλος της μέρας σκέφτεσαι τι θα πουν οι γύρω σου άμα αρχίσεις να γελάς σαν παλαβό. Σε τρώει το βάρος των τύψεων, λες και το γέλιο είναι στη λίστα με τα αμαρτήματα πρώτης κλάσης και η ευχαρίστησή σου είναι άξια αιώνιας τιμωρίας σε μια ζωή δίχως ψήγμα γέλιου στον ορίζοντα.

Αυτό τουλάχιστον θα ένιωσες στα έξι σου, όταν ξεκινώντας με ενθουσιασμό το δημοτικό, ανακοινώθηκε κάτι που έμελλε να στοιχειώσει τα επόμενα σου χρόνια. «Δε γελάμε την ώρα του μαθήματος». Με την περασμένη πλέον αθωότητα που σε διακατείχε, θα φαντάστηκες πως αυτό θα είναι μια εξαίρεση στην εδραιωμένη δυνατότητά μας να γελάμε. Αμ δε. Σε αυτή την εξαιρετέα περίπτωση, ήρθαν με τόλμη και χωρίς πολλές συζητήσεις να προστεθούν ένας σωρό από κοινωνικές συνθήκες και περιστάσεις. Δεν μπορούμε να γελάμε μέσα στην εκκλησία, δε μπορούμε να γελάμε έξω απ’ την εκκλησία, δε γελάμε όταν είμαστε σε λεωφορεία, τρένα, αεροπλάνα και ταξί, δε γελάμε και όσο είμαστε σε νοσοκομεία, δικαστήρια, αστυνομικά τμήματα, και γενικώς δε γελάμε όπου να’ ναι και όπως να’ ναι.

Έπειτα φυσικά έμαθες πως ο χώρος δεν είναι το μόνο κριτήριο για το αν πρέπει ή όχι να γελάσεις. Καθοριστικός παράγοντας είναι ο χρόνος. Αν για παράδειγμα βρίσκεσαι σε μια θεατρική παράσταση ή ένα «stand up», όπου ο απώτερος σκοπός είναι να προξενήσει γέλιο, αυτό δε σημαίνει πως ανά πάσα στιγμή μπορείς εσύ να γελάς ελεύθερα. Αντιθέτως, το γέλιο στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί μια από κοινού αποφασιζόμενη πράξη του συνόλου, η οποία χρονικά έχει συγκεκριμένη αρχή και τέλος, ώστε να είναι αποδεκτή. Με άλλα λόγια, αν αρχίσεις να γελάς στο «άκυρο», το πιθανότερο είναι να δεις την πόρτα της εξόδου φεύγοντας. Η απάντηση λοιπόν στο ποιος ελέγχει το γέλιο μας είναι απλή˙ εμείς ή καλύτερα οι κοινωνικοί θεσμοί φτιαγμένοι από εμάς και συντηρούμενοι από τη δική μας αποδοχή.

Γιατί όμως τους αποδεχόμαστε; Αυτό είναι και το πιο δύσκολο ερώτημα. Η οπτική του ελέγχου σε μια από τις πιο ευχάριστες φυσικές αντιδράσεις του σώματός μας, δεν ακούγεται σαν κάτι το οποίο ο καθένας να μπορούσε να δεχθεί με ευκολία, σωστά; Κι όμως, συμβαίνει και μάλιστα μας είναι απαραίτητη. Ίσως αυτό να οφείλεται στην αναγκαιότητα αυτής της φυσικής ανάγκης να έχει έναν αποδέκτη, κάποιον με τον οποίο θα μοιραστείς το γέλιο σου, κάποιον στον οποίο θα απευθυνθείς ώστε να προκαλέσεις το γέλιο σε άλλους ή κάποιον ο οποίος προξενεί το δικό σου γέλιο. Σπανίως έως ποτέ δεν είναι κάτι το οποίο αφορά αποκλειστικά εσένα, αντιθέτως η συνθήκη αυτή μοιράζεται ανάμεσα στα μέλη που την απαρτίζουν. Αυτό σημαίνει πως με κάποιο τρόπο όλοι έχουν κάποιο λόγο σε αυτή. Μπορεί κάποιος να ενοχληθεί μόνο και απ’ τη φασαρία που προξενεί ένα γέλιο, μπορεί να ενοχληθεί από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ή πολλές φορές μπορεί να μη τον βρίσκει σύμφωνο ο λόγος για τον οποίο κάτι αποτελεί πηγή γέλιου.

Όπως και σε κάθε μορφή έκφρασης, έτσι και το γέλιο βρίσκει τη θέση του κάτω από ένα γενικότερο κανόνα. Η ελευθερία κάποιου σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία ενός άλλου. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις αυτό το όριο, καλώς να σου ‘ρθουνε τότε και οι ενοχές, αλλιώς αν είσαι καλυμμένος, γέλα με την ψυχή σου λες και δεν υπάρχει αύριο έχουμε αύριο φακές.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.