

Η αγάπη δεν είναι πάντα δυνατή ή γεμάτη έντονα συναισθήματα. Συχνά παραμένει αθόρυβη, σαν ένας ρυθμός που στηρίζει διακριτικά την καθημερινότητα. Μια αόρατη παρουσία που προσφέρει σταθερότητα στο υπόβαθρο της ύπαρξης — κι όταν λείπει, όλα μοιάζουν άνοστα. Είναι μια ήσυχη δύναμη που στηρίζει, ακόμα κι όταν δε γίνεται πάντα αντιληπτή.
Ο Ελβετός συγγραφέας Alain de Botton γράφει: “We fall in love with those who feel familiar, not necessarily because they are good for us, but because they resemble something we already know — often from childhood. (μτφρ. «Ερωτευόμαστε εκείνους που μας φαίνονται οικείοι, όχι απαραίτητα επειδή είναι καλό για εμάς, αλλά επειδή μοιάζουν με κάτι που ήδη γνωρίζουμε — συχνά από την παιδική μας ηλικία.»)”
Η αγάπη εκδηλώνεται στις απλές επαναλήψεις: στο γέλιο που έχεις συνηθίσει, στις ματιές που αλληλοκαταλαβαίνονται χωρίς λόγια, στο πρόσωπο που ξέρει πώς πίνεις τον καφέ σου χωρίς να ρωτήσει, στο τηλεφώνημα που σηκώνεις σε στιγμές εκκωφαντικής σιωπής. Δεν χρειάζεται εντυπωσιακές κινήσεις· ζει στις μικρές καθημερινές πράξεις. Εκεί κρύβεται η αληθινή αγάπη.
Κι όμως, πολλές φορές η αγάπη δεν γεννιέται από καθαρή επιλογή, αλλά από τη συνήθεια. Ο άνθρωπος δένεται με ό,τι ζει καθημερινά, με ό,τι μελετά και μαθαίνει καλά με τον καιρό. Μαθαίνει να αγαπά αυτό που γίνεται μέρος της ζωής του. Έτσι, η αγάπη μπορεί να διδαχθεί: μέσα από την επανάληψη, την προσαρμογή, τη σταθερή παρουσία. Δεν είναι πάντα αυθόρμητη· καλλιεργείται, όπως καλλιεργείται και η αρετή, με επιμονή και φροντίδα.
Κι έπειτα, η αγάπη συνηθίζεται. Όχι επειδή φθείρεται, αλλά γιατί ενσωματώνεται τόσο βαθιά, που παύει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης. Κι εκεί κρύβεται ο κίνδυνος: να θεωρηθεί δεδομένη. Να πάψει να προκαλεί θαυμασμό.
Κι έρχεται τότε το ερώτημα: αν είχες την ευκαιρία να γνωρίσεις κάτι άλλο, θα μπορούσες να αγαπήσεις αλλιώς; Κάτι που δεν έχεις μελετήσει, ούτε ζήσει; Θα ένιωθες τότε μεγαλύτερη πληρότητα; Γιατί, ενώ αγαπάμε ό,τι ξέρουμε, συνεχίζουμε να αναζητάμε; Η παρουσία της αγάπης δεν σημαίνει πάντα και πληρότητα· όπως η σταθερότητα δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ικανοποίηση.
Γιατί;
Γιατί η αγάπη δεν είναι ικανοποίηση. Η ικανοποίηση είναι στιγμιαία. Η αγάπη είναι διαρκής πόθος, μια βαθιά επιθυμία που ξεπερνά το παρόν. Και αυτό εξηγεί γιατί επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα γνώριμα· όχι επειδή αρκούν, αλλά επειδή τα αναγνωρίζουμε.
Ο άνθρωπος αναζητά την αγάπη εκεί όπου την έχει ήδη νιώσει — κι όμως, αυτό μπορεί να κουράζει. Η ασφάλεια κουράζει όταν παύει να είναι αυθεντική.
Όπως σημειώνει και ο Peter McWilliams: “We become so addicted to the need to be loved that we forget to love.” «Εθιζόμαστε τόσο πολύ στην ανάγκη να μας αγαπούν, που ξεχνάμε να αγαπάμε.»
Η αγάπη δεν είναι πάντα αυτό που μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε, αλλά αυτό που ξεχνάμε να επιστρέφουμε. Μπορεί να γίνει συνήθεια, η συνήθεια να γίνει εξάρτηση, κι η εξάρτηση να μοιάσει στην αγάπη.
Αν δεν τολμήσεις να αγαπήσεις χωρίς φόβο, πέρα από ανάγκες και προσδοκίες, η αγάπη χάνει το νόημά της.
Η αγάπη δεν μπορεί να περιορίζεται στα ασφαλή όρια της επανάληψης. Δε βρίσκεται πάντα στο οικείο, αλλά και στο άγνωστο. Εκεί όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις — μόνο η δυνατότητα για κάτι καινούργιο. Κι αυτό απαιτεί θάρρος.
Εδώ βρίσκεται το μεγάλο ρίσκο: αν δε διακινδυνεύσεις να αγαπήσεις ελεύθερα, η αγάπη μένει στάσιμη.
Αν δεν τολμήσεις να βγεις από τα γνώριμα μονοπάτια, να πλησιάσεις το άγνωστο, δε θα γνωρίσεις ποτέ την πληρότητα που η αληθινή αγάπη υπόσχεται: την επιλογή του να αγαπάς συνειδητά αυτό που ζεις και συνηθίζεις.
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να συνεχίσεις να μαθαίνεις την αγάπη, ακόμα κι όταν την έχεις συνηθίσει. Να μην την αφήσεις να γίνει αόρατη. Να κρατήσεις τα μάτια ανοιχτά για να ξαναδείς το γνώριμο με νέο βλέμμα.
Γιατί η αγάπη δεν είναι μια κατάσταση. Είναι μια πορεία.
Και το να την ακολουθείς συνειδητά, ίσως να είναι η πιο βαθιά μορφή αγάπης.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη