Στην εποχή μας που μπορείς να πεις τα πάντα μέσω κινητού, δηλαδή γραπτά ή φωνητικά μηνύματα, messenger, viber, αν αντί όλων αυτών, ακουστεί η φράση «πρέπει να μιλήσουμε» είναι σαν να γυρίζεις στην εποχή του χαλκού. Οπότε για να χαρείς δεν είναι.

Η πρώτη αντίδραση είναι ένας γρήγορος απολογισμός της ημέρας, εβδομάδας, δεκαπενθήμερου, με γνώμονα «τι έκανα». Από το λυχνάρι εμφανίζεται αντί για το ψηλό παχουλό τζίνι, μια ενοχή γίγαντας. Ψάχνει το κάτι περίεργο και διαφορετικό που μπορεί να συνέβη μέσα στη ρουτίνα της σχέσης, έναν καβγά, μία παρεξήγηση, ένα λάθος τηλεφώνημα, κάτι που να μοιάζει ύποπτο. Προσπαθείς να θυμηθείς την έκφραση που είχε όταν φιληθήκατε το πρωί. Η πίτσα που δε φαγώθηκε χθες βράδυ. Πας και μια βόλτα στο δωμάτιο, να δεις οι ντουλάπες αν έχουν ακόμα ρούχα, ρίχνεις και μια ματιά από το μπαλκόνι μήπως περιμένει κάποιο container στην είσοδο. Αν τίποτε από αυτά δε συμβαίνει, επιτρέπεις στον εαυτό σου να ηρεμήσει.

Για να βοηθηθείς, φέρνεις στο μυαλό σου παλιότερες καταστάσεις οριακού άγχους που έχεις περάσει. Πανελλαδικές, πτυχία αγγλικών, γαλλικών, ιταλικών, ισπανικών. Βόλτα με το διευθυντή για έλεγχο της δουλειάς στα εξωτερικά σημεία πώλησης. Δίπλωμα αυτοκινήτου με πόδι να τρέμει χωρίς σταματημό, ή όταν ερμήνευσες με οσκαρική επιτυχία το δέντρο στο νηπιαγωγείο, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Τότε διαπιστώνεις  πως η προοπτική της επικείμενης  συζήτησης,  μοιάζει περίπατος σε πανηγύρι,  για σκοποβολή στους αρκούδους και μαλλί της γριάς.

Αυτές οι κουβεντούλες και τα μικρά meetings των ζευγαριών που προκύπτουν αυθόρμητα και φυσικά, είναι κάτι γλυκούλικο κι απαραίτητο, τεχνητά δάκρυα στα μάτια για να καθαρίζει το βλέμμα πού και πού. Έρχονται πιο κοντά, επαναπροσδιορίζουν τα κοινά τους «θέλω», αποσαφηνίζονται αντιδράσεις που ίσως δεν ήταν ξεκάθαρες. Μπορεί να πεις και κάτι σοβαρό μέσα από αστειάκια, λίγα πειράγματα και λίγα γελάκια. Όταν όμως το αυτονόητο, δηλαδή μία συζήτηση, ανακοινώνεται σαν κάτι βαρυσήμαντο, τότε μπαίνεις σε θέση φόβου κι άμυνας την ίδια στιγμή, στην εμφάνιση μιας άγνωστης απειλής.

Αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι, μήπως μέσα στην επανάπαυση της συνήθειας, κάτι παραμέλησες ή κάτι παρανόησες. Μα δικαιούσαι σε μία σχέση, να ξενοιάσεις, να αφεθείς. Εκεί που τρως ανέμελα ποπκορν βλέποντας μία ερωτική κομεντί, παρεμβάλλεται ένα θρίλερ. Κάτι σαν τα «Σαγόνια του καρχαρία» όταν ο καρχαρίας πλησιάζει το ανέμελο θύμα που κουνάει τα πόδια κάτω από το νερό. Σ’ αυτή τη σκηνή είναι που βουτάμε κι εμείς στο σκούρο, μπλε βυθό και βλέπουμε το θηρίο να πλησιάζει.

Όμως  το εβδομήντα τοις εκατό της επιτυχίας οφείλεται στην καλή προετοιμασία. Καλό θα είναι να έχεις ένα ζευγάρι γάντια του μποξ κάτω από τον καναπέ. Λίγα επιχειρήματα σε σκονάκι, κάποιες έτοιμες ερωτησούλες παγίδα, παράπονα σε στοκ, την αντεπίθεση στην κωλότσεπη. Όσο περιμένεις τη συνάντηση, ο χρόνος κάνει ντουέτο με τη φαντασία. Οι αισιόδοξοι φαντάζονται ταξίδια στις Μπαχάμες, αλλά οι μελαγχολικοί ταξίδι στην Ηγουμενίτσα. Οι απαιτητικοί το βλέπουν σαν επαιτεία με τουπέ, ή «πρόσεξέ με, δεν έχω άλλο τρόπο». Οι ολιγαρκείς σαν «σου τα έχω μαζεμένα ή επικείμενο αντίο.

Φαντάσου λοιπόν τη σχέση σε μία χύτρα. Δε βγάζεις το καπάκι με μία κίνηση, λίγο λίγο αφήνεις το ατμό να βγει, να εκτονωθεί. Μόνο αν θέλεις έκρηξη το κάνεις. Μήπως αυτό θέλεις;

Συντάκτης: Ευαγγελία Αντωνάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου