Είναι μία πόρτα μυστική που κρύβεται ανάμεσα στα ράφια της  βιβλιοθήκης που, έτσι όπως είναι γεμάτα βιβλία, αν κάνεις πως ακουμπάς τυχαία και χαζεύοντας την «Πτώση» του Καμύ, αυτή αρχίζει σιγά σιγά και χάσκει, χωρίς τριγμούς, ήσυχα με λαδωμένους τους θορύβους ανοίγει απαλά και ξαφνικά, πριν πέσουμε, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν καινούριο κόσμο.

Πίσω από εκεί, υπάρχουν κλαμπ με πολύχρωμο διάκοσμο κι υποβλητική ατμόσφαιρα, που ιδρωμένα γυμνασμένα κορμιά χορεύουν σε κουβανέζικους ρυθμούς, η μουσική είναι δυνατή, παρασέρνει τα κορμιά σε άγρια χαρά.  Τα χέρια σηκώνονται στον ουρανό και προσπαθούν να φτάσουν τ’ αστέρια, τα πρόσωπα πλησιάζουν για να φιληθούν, ο άγνωστος φιλάει την άγνωστη με αρχέγονο δικαίωμα, δημιουργούν τα σώματα νέες χορευτικές κινήσεις, το χορό που θα είναι όλο το καλοκαίρι στη μόδα, τα χείλια ψάχνουν χείλια, το παζλ είναι σχεδόν μωρουδίστικα εύκολο, δύο κομμάτια μόνο, μοιάζει πιο πολύ με μέμορι, γιατί σίγουρα κάτι παλιό και γνώριμο οδηγεί αυτά τα δύο κομμάτια να ενωθούν.

Πίνουν βότκες και το βλέμμα μαγνητίζεται από τον μπάρμαν, να γίνεται ταχυδακτυλουργός που πετάει ψηλά τα χέρια του κι αυτά γίνονται μπουκάλια λίγο πριν προσγειώσουν το υγρό στα ποτήρια, δύο κίνδυνοι που φέρνουν ευφορία, δύο πάντα είναι μαζί στη χαρά. Στριμωχνόμαστε κι εμείς, αγγιζόμαστε, πιεζόμαστε, θέλουμε να βρεθούμε κοντά ο ένας με τον άλλον, δε νοιαζόμαστε ποιος είναι ο νικητής, μας νοιάζει μόνο το παιχνίδι.

Βλέπουμε τον  κόσμο που ψάχνει να παρκάρει, έχει να προλάβει παραστάσεις στο θέατρο, στο σινεμά μην αρχίσει η προβολή, το Μέγαρο κλείνει αμέσως τις πόρτες. Άνθρωποι (το ανθρώπινο μεγαλείο) ξέζεψαν, ο στεναγμός έγινε καπνός. Τους  δρόμους τη νύχτα τους φωτίζουν τα μάτια. Λαμπυρίζει μέσα στο σκοτάδι μόνο η έξαψη, γιατί η νύχτα είναι όπως η θλίψη μας, τα πράγματα τα προσεγγίζει πιο αληθινά, με ταπεινότητα. Το φως έχει θράσος. Η εξωστρέφεια έχει θράσος. Ο κόσμος που δεν κοιμάται δεν είναι γλεντζές, δεν είναι τεμπέλης και δεν έχει το νου του μόνο στις διασκεδάσεις, δεν είναι παραβάτης ή αλήτης, είναι φακός που φυλάει τσίλιες μέχρι να έρθει το πρωί. Δεν πίνει για να ξεχάσει, αλλά αντιθέτως. Έχει το θάρρος να θυμηθεί. Να σκεφτεί και ν’ αναλύσει. Γίνεται μία χαρούμενη αλυσίδα να τραβήξει τους υπόλοιπους στο ξημέρωμα.

Τη νύχτα γίνονται τα θαύματα που το πρωί απλώς τ’ ακούει ο κόσμος. Πηχτή είναι η έμπνευση σαν το σκοτάδι και μέσα του τραβάει όλες τις λέξεις, για να τις μεταφράσουν το πρωί, γλώσσα ακατάληπτη, οι πρωινές αντρικές γραβάτες και τα κομψά γυναικεία ταγιέρ.

Μας έλειψε το πατινάζ στα μπαρ, χωρίς σταματημό να ρέει το ποτό κι η κουβέντα. Θέλουμε να περιμένουμε στην ουρά να μας βρουν τραπέζι όλο το βράδυ. Θα στεκόμαστε πίσω από όσες παρέες χρειαστεί και θα τους καθησυχάζουμε «αργήστε κι άλλο, έχουμε μπόλικο χώρο», η υπομονή δημιούργησε χώρο, κέρδισε space, το διάστημα μας φαίνεται μικρό, ο ουρανός στενός και λίγος, θέλουμε κι άλλα μήκη και πλάτη, ανοίξτε το χρόνο να βγει το απεριόριστο, αφήστε να πετάξει ελεύθερο κι αν έρθει στον ώμο μας να καθίσει, είναι γιατί τόσο καιρό αυτό του λέγαμε να κάνει, μα πρόλαβε και δεν έμαθε, πετάει αμέσως και πάλι ψηλά.

Μπορεί να μη θυμόμαστε την ώρα που γεννιόμασταν, μα τώρα μπορούμε να το ζήσουμε, σαν να ήμασταν εκεί. Το κεφάλι ξεπροβάλλει πρώτο και το πρώτο κλάμα ακούγεται, χαίρονται όλοι, γελούν, αυτό χρειάζεται βεγγαλικά, φωτιές και χειροκροτήματα, γιατί το μωρό ανήκει σ’ όλους, είναι η ζωή μας που τη φέραμε πίσω.

 

Αφιερωμένο σε όλους εμάς που ανακαλύψαμε τη νύχτα αργά, σχεδόν μεσάνυχτα.

 

Συντάκτης: Ευαγγελία Αντωνάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου