Βράδυ Σαββάτου κι εσύ είσαι κάπου…

Εγώ πάλι μένω σπίτι, μέχρι να γυρίσει ο διακόπτης και να κάνω εξόρμηση.

Απόψε δε θα βγω να πνίξω τον καημό στα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια, διότι έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια.

Βασικά αναρωτιέμαι τι ακριβώς να πνίξω κρεμάμενη στα bar, γιατί πόνο ή καημό δεν έχω κανέναν.

Μόνο ένα μούδιασμα, κι αυτό αρχίζει και περνάει με τον καιρό και αρχίζω να έχω επαφή με το εσωτερικό μου περιβάλλον. 

Διερωτώμαι τι θέλω, πριν απευθύνω αυτή την ύπουλη ερώτηση σε εσένα γιατί θα στην κάνω αργά ή γρήγορα.

Λοιπόν πού έμεινα; Α, ναι! Τι θέλω ε; Θα σου μιλήσω σαν να είσαι εδώ. Σώπα κι άκουσε – τουλάχιστον ένα μέρος αυτής της συζήτησης θα έχει έναν πραγματικό στοιχείο, εσένα να μη μιλάς.

Θα ήθελα να μου μιλήσεις έξω από τα δόντια και όχι να μασάς τα λόγια σου σαν τσίχλα που έχασε τη γεύση της, εμένα που έκοψα και κάποια χιλιόμετρα μεταφορικά και στην κυριολεξία.

Μου λες πως ψάχνεις να βρεις μηνύματα με ουσία.

Αυτά τα μηνύματα δεν τα διαβάζεις στην οθόνη του κινητού σου αλλά στα μάτια που έχεις απέναντί σου. 

Δεν ντύνονται με πομπώδεις λέξεις, τέτοιες ώστε να μπορεί να κρυφτεί ο Αλέξης – κι επιτέλους μπορεί κάποιος να μου πει ποιος είναι αυτός ο δόλιος ο Αλέξης που μπορεί και κρύβεται πίσω από τις λέξεις;

Αυτά τα μηνύματα ψάχνεις. Και γεμίζει εμένα ο φάκελος των εισερχόμενων με ανούσιους διαλόγους.

Δεν μου φτάνει να ζω με μια αίσθηση σαν ψευδαίσθηση, να μαδάω μαργαρίτες και να μασάω και τα κοτσάνια μήπως και μου ‘ρθει καμιά επιφοίτηση και λύσω το αίνιγμα. «Με θέλει ή δε με θέλει;» Δεν είμαι η Πυθία, αυτή μασούσε δάφνες – έχεις μασήσει δάφνη; εκεί να δεις πίκρα.

Εδώ είμαι. Έλα και μίλα μου. Ξέρασε τα όλα.

Κοίταξέ με και διάβασε με, όπως εγώ εσένα.

Μπορείς; Αντέχεις; Κάθε σελίδα μου μέχρι σήμερα. Εκεί σε θέλω, μάγκα μου.

Να δω τις αντοχές σου σε κεφάλαια που ούτε εγώ θέλω να τα θυμάμαι.

Να με νιώσεις θέλω. Να νιώσεις ποια είμαι. Γιατί όσο ίδιοι και αν είμαστε κάπου διαφέρουμε, πίστεψέ με.

Και σε εκείνα τα σημεία θέλω να σε μετρήσω. Σε αυτές τις λεπτομέρειες που εγώ αγάπησα σε εσένα θέλω να δω αν μπορείς κι εσύ να πράξεις αντίστοιχα.

Γιατί στο λέω, δεν είμαι τέλεια. Δεν είμαι τόσο έξυπνη όσο πιστεύεις όταν ερωτεύομαι, γιατί, ναι ρε φίλε, είμαι ερωτευμένη. Έρωτας δεν είναι όταν στις οθόνες του μυαλού σου παίζει σε επανάληψη το πρόσωπό του; Όταν το σώμα δε θέλει να αφεθεί σε ξένα χέρια; Όταν τα όλα σου, από τις ρίζες των μαλλιών σου μέχρι και το μικρό σου νυχάκι, φωνάζουν σαν σε προεκλογική εκδήλωση «εσένα θέλουμε»; Δηλαδή αν δεν είναι αυτό έρωτας, τι είναι; Είναι και άλλα, σύμφωνοι, αλλά προς το παρόν ας αρκεστούμε σε αυτά γιατί θα χαρακτηριστώ γλυκανάλατη και δεν το θέλω.

Δεν είμαι ενθουσιασμένη. Αυτό συνέβη ίσως την πρώτη φορά που βρεθήκαμε σε κοινό χώρο, τόπο και παρ’ ελπίδα κόσμο.

Οι ενθουσιασμοί κρατάνε μέχρι να περάσεις στην επόμενη πίστα ή να σου βγάλει στην οθόνη το μηχάνημα Insert Coin κιι εσύ να μην έχεις budget να επενδύσεις στο παιχνίδι.

Στην περίπτωσή μας, budget έχω και καλή παίκτρια είμαι, αλλά δεν έχω χρόνο μάνα μου για τον πόνο του άλλου, όταν αυτός δεν έχει διάθεση να γίνει καλύτερα και καλύτερος. Δεν είμαι παστίλια «Μαρία, για τον πόνο του άλλου».

Για τη χαρά σου και τη λύπη, εδώ. Στα δύσκολα πλάι σου, στα καλά μαζί σου, στα πάντα! Δίπλα σου. Ούτε ένα βήμα μπροστά ούτε ένα βήμα πίσω.

Ναι, θα είμαι εδώ! Είμαι εδώ, αλλά θέλω να είσαι και εσύ.

Γι’ αυτό σου λέω. Πάρε το ρίσκο και έλα. 

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου