Οι φίλοι μου χαράματα γυρνάνε και με ξυπνάνε. Ξυπνάνε την θύμηση σου.

Απόψε θέλω να κρυφτώ από όλους.

Μπορώ, έχω κάθε δικαίωμα να κλέψω λίγο χρόνο μακριά από την τόση ευτυχία των άλλων.

Οι φίλοι μου όλοι σχεδόν εδώ και χρόνια έχουν γίνει ζευγάρια, έχουν ανοίξει σπίτια. 

Κοινά σχέδια, κοινή ζωή, αποδράσεις του Σαββατοκύριακου, μια καθημερινότητα για δύο, το μοίρασμα. 

Δεν έχω τίποτα ενάντια στο μοίρασμα. Δεν έχω τίποτα ενάντια στα ερωτευμένα ζευγάρια, στα ζαλισμένα φιλιά και στις αγκαλιές που νιώθεις ότι είναι ο τόπος σου.

Όμως είναι ο ήχος της αγάπης σε κάθε τους βήμα που σκαλίζει την απουσία σου μέσα μου ένα κλικ πιο βαθιά.

Κατά συνθήκη μόνη, μα πάντα μαζί σου. Δεν ακούγεται περίεργο λιγάκι; Είναι. Φυσικά και είναι.

Όπως περίεργο είναι να προσπαθώ να καθησυχάσω τους φίλους μου όταν βλέπω την ανησυχία τους σε φιλικά τραπεζώματα. Αυτοί με το άλλο τους μισό κι εγώ μόνη. 

Και κάπου εκεί μεταξύ τυριού και αχλαδιού, θα μου πουν με αγάπη πόσο θέλουν να με δουν ευτυχισμένη, να έχω έναν άνθρωπο, για όλους υπάρχει. Το ξέρω, τον βρήκα, σε βρήκα, μόνο που δεν μπορώ πια να εξηγώ.  

Θα έρθει, απαντάω. Θα έρθεις. Μια μέρα θα έρθεις, έτσι δεν είναι; Το ξέρω. Να γείρω στα χέρια σου και να μην χρειάζεται να εξηγήσω σε κανέναν, πως αν και μόνη δεν είμαι μόνη. 

Μου λείπεις. Θα ήθελα να τα μοιραστώ όλα μαζί σου. Να είναι τα δικά σου βήματα στις σκάλες που θα σταματήσουν έξω από την πόρτα μου. 

Να είναι η δική σου φωνή που θα γεμίσει το σπίτι, και όχι αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος της σιωπής. Να γεμίσει με το γέλιο σου. 

Να μη βυθίζομαι σε δουλειές, να μην γεμίζω το πρόγραμμά μου με κάθε είδους δραστηριότητα, αλλά να κάνω χώρο, να ξεκλέβω ώρες, να είσαι η προτεραιότητά μου. 

Να είσαι η πρώτη μου καλημέρα, ο καφές για δύο, το πρώτο χαμόγελο της ημέρας. 

Να είσαι ο άνθρωπός μου. Να έχω έναν άνθρωπο κι εγώ. 

Κρατάω το προσκλητήριο της καλύτερης μου φίλης στα χέρια μου. 

Δεν έχω τέτοιους στόχους και όνειρα. Αυτά θα έρθουν, όταν και αν είναι θα έρθουν. Δε με ρώτησε αν θα συνοδεύομαι. Ξέρει πως δε λείπεις σε ταξίδι. Δεν χρειάστηκε να της το πω. 

Οι άνθρωποι που σε αγαπούν καταλαβαίνουν, όσο και να προσπαθείς να τους ξεγελάσεις.

Δεν ήταν και εύκολο, μα νομίζω ότι τα έχω καταφέρει. Ακόμη και τον εαυτό μου, έχω ξεγελάσει. Πως όλα είναι στη σειρά τους, όλα κυλάνε φυσιολογικά, ρολόι. 

Μόνο κάτι τέτοιες νύχτες δυσκολεύομαι. Και είναι οι ερωτευμένοι γύρω μου μια υπενθύμιση όσων δεν τομλήσαμε. Όσων θυσιάσαμε για έναν εγωισμό. 

Θυμάμαι την μέρα που έφυγες. Δεν έπεσα στα πατώματα. Δεν έχασα την αυτοκυριαρχία μου.

Έμεινα στο μπαλκόνι να κοιτάζω, να κλέψω ένα τελευταίο πλάνο σου, καθώς έμπαινες στο αυτοκίνητο. 

Σταύρωσες τα χέρια πάνω στο τιμόνι κι έσκυψες το κεφάλι σου. Δεν σε είχα δει ποτέ ξανά έτσι.

Δεν ήξερα τότε πόσο απλό θα ήταν αν σου έλεγα μείνε. Πόσο χαμό θα είχαμε αποφύγει, πόση αναμονή.

Σκέφτηκα πως θα γυρίσεις. Πως όλο αυτό θα είναι για λίγο. Το είπες. Σε πίστεψα. Γιατί η πρόθεσή σου ακούμπησε στην ελπίδα μου. 

Και περνάει ο καιρός. Και κάθε ελπίδα εξανεμίζεται. Εγώ που πάντα έλεγα πως δεν περιμένεις κανέναν σε αυτή τη ζωή, κρύβομαι τώρα πίσω από το δάχτυλό μου. Εγώ που τολμάω τα πάντα, δεν έχω βρει το θάρρος να έρθω και να σε βρω όπου και να είσαι. Να χώσω το πρόσωπό σου στα χέρια μου και να σου πω πως το λίγο πέρασε, είναι η ώρα. 

Πάμε σπίτι μας. Να είναι τα δικά μας βήματα που θα ακουστούν να ανεβαίνουν στα σκαλιά! 

 

Συντάκτης: Μαρία Κωφίδου