Τον 19ο αιώνα γεννήθηκε η μουσική μιας παθιασμένης αγάπης. Ένας χορός που χορεύεται πρώτα απ’ όλα με την καρδιά και μετά με το σώμα. Το τάνγκο. Από πολλά μέρη του κόσμου, φέρνοντας μαζί τους χορούς και μουσικές, πολλοί άνθρωποι βρήκαν μεταναστευτικό καταφύγιο στο Buenos Aires. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι, που ξαφνικά βρέθηκαν σε μία κοινή πορεία πλεύσης, χωρίς να ‘χουν κάποιο άλλο κοινό στοιχείο, αποφάσισαν να ενώσουν τις μουσικές τους και να συνθέσουν μια νέα μορφή, το τάνγκο.

Έτσι, προσφάτως άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα κράμα πολιτισμού, το οποίο μέσα από αφομοίωση, έγινε, εν τέλει, ντόπια κουλτούρα. Αυτή η πρόσμιξη πολιτισμού είναι που κάνει κι αυτόν τον μεταναστευτικό χορό να μην έχει συγκεκριμένη εθνικότητα, κι έτσι να αφήνει ως μόνο διαβατήριο στον κόσμο του το συναίσθημα.

Άξιο σημείωσης είναι το γεγονός ότι ακριβής ετυμολογία της λέξης «τάνγκο» δεν υπάρχει. Ανά καιρούς, πολλοί είναι οι προσδιορισμοί που έχουν δοθεί στη λέξη αυτή, χωρίς κανένας να περιγράφει ακριβώς το τι σημαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ίδιο τον χορό. Το τάνγκο είναι ένα συναίσθημα απροσδιόριστο, κάτι ανάμεσα σε πάθος και δυναμισμό, που, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε κατά γράμμα, παρά μόνο να το νιώσουμε.

Το τάνγκο μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί προσομοίωση των ανθρώπινων σχέσεων, αφού είναι μια διαδραστική διαδικασία που επιβάλλει εμπιστοσύνη. Αν ένας απ’ τους χορευτές είναι ανέτοιμος να προχωρήσει στη χορογραφία, ή αν δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στον άλλον, τότε η χορογραφία έχει καταστραφεί. Το ίδιο ισχύει και με την ενέργεια, που αν μέρος της χαθεί, παρασύρει μαζί και μέρος του χορού. Το τάνγκο είναι ένα εγκεφαλικό παιχνίδι ανάμεσα στον καβαλιέρο και την ντάμα του, οι οποίοι αφουγκράζονται και μεταδίδουν τις σκέψεις τους, χωρίς τη χρήση λέξεων.

Το πάθος, η έμπνευση, η αρμονία, ο ερωτισμός, είναι μόνο μερικές απ’ τις λέξεις που χαρακτηρίζουν αυτή την έντονη συνύπαρξη δύο ατόμων, που ονομάζεται τάνγκο. Αυτή η μορφή τέχνης που ξυπνά όλες τις αισθήσεις, ηλεκτρίζει τα πάντα γύρω της, μέσω του δυναμισμού που αποπνέει ο ρυθμός της.

Δύο κορμιά δημιουργούν έναν παθιασμένο διάλογο, που προκαλείται μονάχα απ’ τα σπινθηροβόλα βλέμματα των χορευτών. Η χορογραφία εξελίσσεται με αυτοσχεδιασμούς, που σημαίνει πως κάθε στιγμή γεννάει την επόμενη, σαν μια ζωντανή συνομιλία των δύο, που διαρκεί όσο η μουσική.

Μέσα σ’ αυτά τα τρία λεπτά που διαρκεί το τραγούδι, ο tanguero κι η tanguera (όπως ονομάζονται) έχουν την ελευθερία να παθιαστούν, να εκφραστούν και να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Έστω και για λίγο, τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν και να κατακτήσουν όλα αυτά που πιθανόν να ‘χουν στερηθεί. Το τάνγκο είναι μια διαφυγή απ’ την καθημερινότητα, ένας τρόπος ξεσπάσματος, εκτόνωσης και, ταυτόχρονα, διασκέδασης. Είναι ένας χορός που γεννήθηκε για όλους. Για να ελευθερώνει, να παθιάζει και να δίνει φτερά στις ανθρώπινες ψυχές.

Τάνγκο, λοιπόν. Ένας ολόκληρος κόσμος μέσα σε μια αγκαλιά κι έξω απ’ αυτήν όλα ασήμαντα. Δύο άνθρωποι ενωμένοι, που στροβιλίζονται ο ένας γύρω απ’ τον άλλον, πάντα σαν ένα. Δύο βήματα μπροστά κι ένα πίσω. Δύο άνθρωποι αγκαλιά και μια κινηματογραφική πραγματικότητα γεννημένη απ’ τον ρυθμό, το πάθος, τον ερωτισμό.

 

Συντάκτης: Αθηνά Τσαγγαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη