Ένας λύκος πήγε ξάφνου στ’ αρνιά, προκειμένου να συμφιλιωθεί μαζί τους. «Συγγνώμη, αρνιά, που το αίμα μου για εσάς πρωί και βράδυ κοχλάζει. Συγγνώμη που στη σάρκα σας δεν μπορώ να αντισταθώ. Λυπάμαι πραγματικά γι’ αυτό και θέλω από δω και μπρος να είμαστε φίλοι», τους έιπε, λοιπόν, απολογητικά.

Τα αρνιά, όμως, μήτε που θέλησαν να ακούσουν το λύκο. «Να χαθείς από μπροστά μας και να μην ξαναπατήσεις εδώ. Φίλοι μαζί σου δε γινόμαστε», του φώναξαν.

Ο λύκος θίχτηκε, μιας και δεν περίμενε πως τα αρνιά θ’ απέρριπταν την πρότασή του κι έτσι τους είπε αμέσως: «Χα χα χα! Μα και πώς νομίσατε πως εννοούσα τη συγγνώμη μου, ταπεινά πλάσματα, και πως εγώ, κοτζάμ λύκος, στα πόδια σας θα μπορούσα να πέσω;»

Κι έτσι, λοιπόν, ο λύκος όχι μόνο αποδεσμεύτηκε ευθύς απ’ το όμορφο συναίσθημα που ξάφνου γεννήθηκε μέσα του να γίνει φίλος με τ’ αρνιά, μα αισθάνθηκε και δέκα φορές μεγαλύτερη έχθρα γι’ αυτά από πρώτα κι από τότε δεν άφηνε αρνί για αρνί που να μην το ξεπαστρέψει.

Σαν αυτόν τον λύκο, λοιπόν, κάνουμε κι εμείς μερικές φορές κι όταν είμαστε περήφανοι και δε βρίσκουμε τις αντιδράσεις που αναμένουμε απ’ τους άλλους, αρχίζουμε ακόμη και να τους βλέπουμε με αποστροφή.

Καταρχάς, ο λύκος νόμιζε ότι τα αρνιά θα ενθουσιάζονταν που καταδέχτηκε να τους κάνει μιαν τόσο τιμητική πρόταση και πως θα του φιλούσαν και τα πόδια απ’ την άπλετη ευγνωμοσύνη που θα αισθάνονταν γι’ αυτόν. Έτσι, όταν τ’ αρνιά δεν του φέρθηκαν όπως περίμενε, ευθύς τα μίσησε, μιας κι έβγαλαν άτοπες τις εικασίες του. Η απέχθειά του όμως γι’ αυτά μεγάλωσε γιατί εξαιτίας τους ένιωσε αυτά τα ταπεινά, κατά την άποψή του, αισθήματα, καθώς θεώρησε ως αδυναμία του, να πάει στ’ αρνιά για να ζητήσει συγγνώμη.

Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν είμαστε υπερήφανοι και απορρίπτουν μιαν πρότασή μας για συμφιλίωση, ξεκινάμε ευθύς να τους αποστρεφόμαστε, ενώ σκεφτόμαστε νοσηρά: «Τόλμησες να αρνηθείς την πρότασή μου ενώ θα ‘πρεπε να με ευγνωμονείς γι’ αυτή. Τώρα θα δεις τι θα περάσεις και θα κλαις για την ώρα και τη στιγμή που μου είπε όχι».

Επιπλέον, όταν είμαστε υπερήφανοι, μπορεί εύκολα να νιώσουμε απέχθεια και για κάποιον που μας βλέπει σε μια μυστική, ευαίσθητη στιγμή μας. Δηλαδή, αν μας τσακώσουν την ώρα που θρηνούμε για κάτι, μέσα μας θα σκεφτούμε: «Τώρα θα με νομίζουν για αδύναμο. Θα με λυπούνται». Κι έτσι, αρχίζουμε να τους φερόμαστε ακόμη και χυδαία, προκειμένου να μην τολμήσουν να διανοηθούν πως είμαστε τίποτα ευαίσθητοι και πως έχουμε συχνά κάτι τέτοιες εκδηλώσεις αδυναμίας, μα και για να τους εκδικηθούμε, που βρέθηκαν εκείνη την ώρα μπροστά μας.

Τέλος, αν είμαστε υπερήφανοι, θα γίνουμε εχθρικοί κι όταν έπειτα από ένα παράπονό μας για τη συμπεριφορά τους αρχίζουν να μας φέρονται με περίσσια περιποιητικότητα. Θα πούμε με θυμό: «Εγώ δε σου τα είπα όλα αυτά τα αξιόμεμπτα που κάνεις, για να πιέζεσαι τώρα να είσαι καλός μαζί μου, προκειμένου να μη σου προσάψω κάποιαν κατηγορία ξανά». Κι έτσι, θα προσβληθούμε, μιας και θα θεωρούμε πως καταπιέζονται για να μην ερεθίσουν ξανά την ευέξαπτη φύση μας.

Κι έτσι, λοιπόν, τ’ αρνιά, πράγματι, τραβούσαν τα μαλλιά τους που είπαν όχι στο λύκο και που δε συμφιλιώθηκαν μαζί του. Μα ήταν αργά για να επανορθώσουν, μιας και πια ο λύκος δε θα ησύχαζε, αν δεν κατάφερνε να εκδικηθεί όλα τ’ αρνιά.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.