Ένας ελέφαντας φοβόταν το νερό μα δεν το έλεγε στα άλλα ζώα, καθώς σκεφτόταν πως θα τον περιφρονούσαν και πως θα του έλεγαν: «Τι σόι ελέφαντας είσαι εσύ, που δεν μπορείς μήτε να ακουμπήσεις το νερό, μήτε να το βγάλεις απ’ αυτήν την σπουδαία προβοσκίδα που σου έδωσε η φύση;».

Η αγέλη του ελέφαντα είχε αντιληφθεί αυτόν τον κρυφό του φόβο. «Πάμε, βρε ελέφαντα, στον καταρράκτη, να ρίξουμε νερά και μη φοβάσαι. Φτάνει πια να μας χαλάς τα σχέδια», τον επέπλητταν, παρόλα αυτά.

Μέχρι που κάποια στιγμή, ένας ελέφαντας έκανε κάτι πολύ ύπουλο και όταν ήταν μπροστά και τα άλλα ζώα, του είπε πονηρά: «Τι λες, πάμε σήμερα στον καταρράκτη να πετάξουμε νερό με την προβοσκίδα μας;».

Ο ελέφαντας, τότε, ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς, μπροστά στους άλλους, δεν μπορούσε ν’ αποκαλύψει το μυστικό του και να του πει «όχι, δεν μπορώ να πάω, γιατί ξέρεις πολύ καλά πόσο φοβάμαι το νερό». Κι έτσι, αρκέστηκε να του αποκριθεί απλώς: «Πάμε κάποια άλλη φορά, καλύτερα».

Τ’ άλλα ζώα, τότε, άρχισαν να τον κοιτούν παράξενα και να του λένε: «Τι ιδιότροπος που είσαι, μωρέ ελέφαντα! Πού ειν’ το κακό να πας στον καταρράκτη; Θα πετάξεις λίγο νερό κι αυτό ειν’ όλο». Κι ο καημένος ο ελέφαντας, μην μπορώντας να χρησιμοποιήσει το πιο δυνατό του επιχείρημα, το φόβο του για το νερό, ντράπηκε κι είπε μπροστά σ’ όλους «Καλά, ας πάμε».

Σαν αυτόν τον ελέφαντα, λοιπόν, δυσκολεύουμε κι εμείς το σύντροφό μας, όταν μπροστά σε άλλους, τον αναγκάζουμε να δεχθεί να κάνει κάτι, ενώ ξέρουμε πολύ καλά πως έχει σοβαρούς ενδοιασμούς γι’ αυτό.

Αρχικά, όταν ρώτησαν τον ελέφαντα μπροστά σε άλλους αν ήθελε να πάει στον καταρράκτη, τον έφεραν σε μειονεκτική θέση, γιατί του στερούσαν το δικαίωμα να αρνηθεί με ένα δυνατό και αναντίρρητο επιχείρημα, που ήταν ο φόβος του για το νερό.

Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όταν συζητούμε μπροστά σε άλλους ένα πρόβλημά μας, τότε ο σύντροφός μας μπορεί να έχει έναν σοβαρό λόγο που να αρνείται να κάνει κάτι μα που να μην μπορεί να τον πει δημόσια. Έτσι, αν το πιο δυνατό επιχείρημά του δεν μπορεί να ειπωθεί, θ’ αναγκαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του με άλλους τρόπους, που μπορεί να μοιάζουν ακόμα και γελοίοι. Κι έτσι, όλοι θ’ αποδώσουν την αρνητική στάση του σε μιαν απλή ιδιοτροπία και δε θα του βρίσκουν δίκιο.

Επιπλέον, όταν συζητούμε ένα πρόβλημά μας μπροστά σε άλλους, ξέρουμε πως ο σύντροφός μας δεν πρόκειται να κάτσει να τους πείσει για τη δική του πλευρά. Θα τοποθετούμαστε, λοιπόν, μόνοι μας και χωρίς αντίλογο, μ’ αποτέλεσμα να γίνει γνωστή μόνο η μεριά μας. Έτσι, όλοι θα συμπεράνουν πως το δίκιο το ‘χουμε εμείς, καθώς θα είναι ενημερωμένοι μονόπλευρα για τα γεγονότα.

Όταν αναφέρουμε ένα πρόβλημά μας μπροστά σε άλλους, υποθέτουμε πως ο σύντροφός μας δε θα θελήσει να τσακωθεί μαζί μας εκείνη την ώρα γι’ αυτό. Έτσι, εκμεταλλευόμαστε την πρόθεσή του να μην κάνει σκάνδαλο κι αρχίζουμε να τον κατηγορούμε για πράγματα που κρατούσαμε και μπορεί να μην του ‘χαμε πει και ποτέ, καθώς πιστεύουμε πως αναγκαστικά θα δείξει περισσότερη ψυχραιμία και πως δε θα μπορεί να αντιδράσει υπερβολικά ακούγοντάς τα.

Τέλος, συζητώντας ένα πρόβλημά μας μπροστά σε άλλους, τους υποχρεώνουμε να πουν τη γνώμη τους για κάτι το οποίο δε ζουν, για να μπορούν να το κρίνουν και να μας καθοδηγήσουν με τρόπο ύπουλο εκεί που εμείς επιθυμούμε τελικά.

Κι έτσι, λοιπόν, οι ελέφαντες κατάφεραν τον τρομαγμένο ελέφαντα να τους ακολουθήσει στον καταρράκτη. Κι ο δόλιος ο ελέφαντας προχωρούσε μεν μα τους κοίταζε όλους μ’ αποστροφή, που τον ανάγκασαν να κάνει κάτι, το οποίο έτρεμε και απεχθανόταν.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη