Ένιωθα σαν ένα τραυματισμένο πουλί. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα φτερά μου για να πετάξω και να φύγω. Έτσι, εγκλωβίστηκα έξω από το παράθυρό του κι απόμεινα να τον βλέπω μέσα από το κλειστό τζάμι και να παρακολουθώ κάθε κίνησή του.

Παρακολουθώντας τον αδιαλείπτως, μπορούσα να κατευνάζω το φόβο μου και να καθησυχάζω τον εαυτό μου από την ανησυχία, ότι θα συνέβαινε «κάτι κακό», αφού μπορούσα να διαπιστώνω ιδίοις όμμασι, πως τίποτα δεν είχε ακόμη συμβεί. Η συνεχής ανάγκη μου να ελέγξω, προκειμένου να αποδεσμευτώ από τις υποψίες που με κατέτρωγαν, με καθησύχαζε προσωρινά, όμως όχι ουσιαστικά.

Ένας ακόμη λόγος, που με κρατούσε δέσμια έξω από το παράθυρό του, ήταν πως δεν ήθελα να συμβεί κάτι και να με βρει απροετοίμαστη. Ήμουν πεπεισμένη πως τα τραύματα στα φτερά μου θα επιβαρύνονταν πολύ περισσότερο εάν ξαφνικά τον έβλεπα μια μέρα να προχωρά στη ζωή του. Αντιθέτως, φαινόταν περισσότερη βιώσιμη η περίπτωση να ανακάλυπτα μόνη μου ευθύς εξ’ αρχής πως το είχε κάνει. Δεν ξέρω εάν πράγματι, μπορεί να σταθεί λογικά η πεποίθηση που είχα, πάντως την υιοθέτησα και δε σταματούσα να ελέγχω τις κινήσεις του.

Μένοντας, όμως, για τόσο πολύ διάστημα έξω από το παράθυρό του, η κατασκοπεία έγινε πια η συνήθειά μου κι όπως κάθε πράξη που επαναλαμβάνεται με τόσο συστηματικό ρυθμό, δεν μπορούσε να διακοπεί με ευκολία. Ενώ, λοιπόν, αντιλήφθηκα πόσο επιβάρυνα τον εαυτό μου με τους συνεχείς ελέγχους μου, δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου από τις αρρωστημένες παρορμήσεις του και δεν ήθελα, έτσι, να εξαφανιστώ από το παράθυρό του.

Κατέληξα, λοιπόν, σ’ ένα σημείο, όπου συνήθισα ακόμη και τις πληγές μου και δεν ήθελα μάλιστα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτές, αφού η ανάγκη μου να τον παρακολουθώ με κάθε κόστος, ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία μου ν’ «αναρρώσω». Αφού δεν «πετούσα» πια, όμως, δεν έβλεπα τίποτα άλλο, εκτός από το δωμάτιό του κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να προσκολληθώ πάνω του, ακόμη πιο έντονα και πιο αρρωστημένα.

Κάποια στιγμή, όμως, αφού πέρασε ήδη πολύς καιρός, δοκίμασα μόνη μου, να κουνήσω λίγο τα «φτερά» μου. Διαπίστωσα πως, παρόλο που τα τραύματα δεν είχαν ακόμη υποχωρήσει, ωστόσο μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Πέταξα, λοιπόν, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Είδα ξανά τον κόσμο, όμως η ανάγκη μου να επιστρέψω στο παράθυρό του, κατανίκησε πάλι όλα τ’ άλλα.

Κι επέστρεψα, λοιπόν, ξανά στην κατασκοπεία, όμως με διαλείμματα αυτά τη φορά. Πετούσα μακριά και ερχόμουν ξανά, για να ελέγξω. Η ανάγκη μου για έλεγχο γινόταν, έτσι, όλο και λιγότερο επιτακτική κι οι επισκέψεις μου στο παράθυρό του, έχασαν σιγά-σιγά την παλιά συχνότητά τους.

Με την οικειοθελή, ουσιαστικά, απομάκρυνσή μου από τη συστηματική παρακολούθησή του, κατάφερα να αραιώσω ακόμη περισσότερο τις επισκέψεις μου στο παράθυρό του, μέχρι που έφτασα να βλέπω φως στο «δωμάτιό» του και να μη συγκινούμαι τώρα πια. Έβλεπα, για παράδειγμα, ότι ήταν ενεργός στη συνομιλία, όμως δε με διαπερνούσε η ίδια ταραχή, που άλλοτε μ’ έκανε να παραλύω από το φόβο και τις εικασίες, ότι φεύγει ανεπίστρεπτα από εμένα.

Οι επισκέψεις στο παράθυρό του, έτσι, μειώθηκαν, αλλά δεν είχαν εκμηδενιστεί ακόμη. Η συχνότητά τους, όμως, που ολοένα και λιγόστευε, δε σήμαινε τίποτ’ άλλο, παρά ότι βρισκόμουν ένα στάδιο πριν να τον ξεπεράσω εντελώς και να φτάσω στο σημείο, όπου δε θα πρόσεχα καν το «φως», που θα έβγαινε απ’ το «δωμάτιό» του.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή