Είμαστε περίεργα πλάσματα εμείς οι άνθρωποι. Από κοινωνικής απόψεως τουλάχιστον. Δε θα μας πω υποκριτές. Ίσως κάπου να έχουμε μπερδέψει κάποια ζητήματα. Ίσως συνηθίσαμε να είμαστε εσωστρεφείς και μοναχικοί, που ντρεπόμαστε να δείξουμε πόσο συναισθηματικοί κατά βάθος είμαστε. Επιστρατεύουμε ως δικαιολογία ορμονικές διαταραχές για να δείξουμε συναισθηματισμό και «σκουπιδάκια» που μπήκαν στα μάτια μας για να συγκινηθούμε. Και την αγάπη μας προς τον άνθρωπο προτιμούμε να την δείχνουμε απρόσωπα, να μην φαινόμαστε.

Έτσι, μπορεί ορισμένοι να είναι μέλη σε ομάδες Αλληλεγγύης, κάποιοι απ΄εμάς μπορεί να είναι ανάδοχοι γονείς σε παιδιά του Τρίτου Κόσμου, κάποιοι άλλοι ενδεχομένως να προσφέρουν εθελοντικά βοήθεια σε ιδρύματα. Έχουμε ανθρωπιά μα την δείχνουμε και την δίνουμε ανώνυμα. Κι εν μέρει αυτό έχει κάποια βάση. Όταν αρχίσεις να αυτοδιαφημίζεσαι, από κάπου θα εισχωρήσουν ενδεχόμενα ματαιοδοξίας και συμφέροντος. Εντάξει, ας δίνουμε ανώνυμα γιατί το νιώθουμε κι όχι για αναγνώριση.

Υπάρχει, όμως, κι ένας ακόμη λόγος που προτιμάμε την ανωνυμία. Είτε στο να ζητήσουμε βοήθεια, είτε στο να την προσφέρουμε. Η αμηχανία της αποξένωσης. Συνυπάρχουμε αλλά δε συμπάσχουμε. Από συνήθεια, όχι από απανθρωπιά. Είναι κάτι σαν κατεστημένο. Είμαστε κρυφοί σουπερ-ήρωες μιας σκληρής κοινωνίας μα ενδεχομένως αδιάφοροι σαν γείτονες, σαν γνωστοί, σαν μέλη μιας ομάδας, σαν φίλοι. Ίσως από φόβο έκθεσης μιας πλούσιας καρδιάς, ίσως από καχυποψία, μη σκεφτεί ο άλλος ότι κάτι θέλουμε. Από μια χαζο-υπερηφάνεια. Περίεργο και παράδοξο δεν φαίνεται;

Και ναι, μοιάζει όντως κατεστημένο. Μέχρι που –ευτυχώς– έρχεται ο αναρχικός χρόνος που θα το σπάσει αυτό το κατεστημένο και θα σου δώσει μια ευκαιρία να βγεις από την αποξένωση που σου επιβλήθηκε ή εσύ διάλεξες. Από το υπερπέραν αυτής της χαοτικής κοινωνίας θα ακουστεί μια φωνή που δειλά θα πει σε μια ετερόκλητη ομάδα: «Μου συμβαίνει αυτό. Αν μπορεί κάποιος να με βοηθήσει, θα ήμουν ευγνώμων.» Τι σημαίνει ετερόκλητη ομάδα; Ένα σύνολο διαφορετικών ατόμων που συνδέονται με ένα κοινό σκοπό. Ή που εκτιμούν τον ίδιον άνθρωπο. Πόσο αρκετό είναι όλο αυτό όμως!

Ξαφνικά αυτή η ετερόκλητη συντροφιά βρίσκεται σε πιο προσωπικό επίπεδο. Κάτι σαν την παρέα του Παρά Πέντε. Ο φοιτητής, ο καριερίστας, ο άνεργος, ο εικοσάρης, ο τριαντάρης κι ο σαραντάρης, από το πουθενά, από μια τυπική γνωριμία, βρίσκονται σε ένα τραπέζι με έναν ακόμη σκοπό. Να βοηθήσουν σε κάτι, να σταθούν σε κάποιον. Αμήχανοι μα με ισχυρή θέληση. Δεν έχει σημασία σε τι θα κληθούν να βοηθήσουν. Μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μπορεί να είναι η ανέγερση ενός πεσμένου ηθικού μετά από μια σφοδρή ερωτική απογοήτευση, μπορεί να είναι απλά μια μετακόμιση. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες μονομιάς κι αυθόρμητα γίνονται ήρωες του Δουμά. Τρεις (ή τέσσερεις ή πέντε κ.ο.κ.) Σωματοφύλακες με το έμβλημα «όλοι για έναν και ένας για όλους».

Και τότε συμβαίνει το θαύμα. Κάτι σαν μεταμόρφωση. Αρχικά επιτυγχάνεται σε χρόνο dt ο αρχικός σκοπός, η αρχική αποστολή της παράδοξης αυτής ένωσης. Αυτό, όμως, δεν έχει τόση σημασία μπροστά στα υπόλοιπα. Ξαφνικά όλοι αυτοί οι μέχρι πρότινος διαφορετικοί τύποι μεταμορφώνονται σε κάτι ίδιο. Οι καρδιές, άλλωστε, δεν έχουν ηλικία ή κοινωνική θέση. Είναι είτε ζεστές, καυτές θα έλεγα, είτε κρύες. Κι όλες αυτές οι καυτές καρδιές που ενώθηκαν λίγες στιγμές σ’ ένα τραπέζι, δε θα είναι ποτέ ξανά ξένες μεταξύ τους.

Κι αν η παραπάνω μεταμόρφωση είναι ο ένας πόλος του θαύματος, ο άλλος είναι η συνειδητοποίηση ότι όσο κι αν κάποιοι κάποτε πληγωθήκαμε από «φίλους», όσο κι αν προσωρινά χάσαμε την πίστη μας στους ανθρώπους γιατί προδοθήκαμε, οι καυτές αυτές καρδιές θα’ ναι πάντα εκεί να μας θυμίσουν ότι τίποτα δε χάνεται ουσιαστικά, όσο κι αν προσπάθησαν κάποιοι. Αρκεί από μας ένα νεύμα ανάγκης. Αρκεί να το ζητήσουμε.

Αν με ρωτήσεις ποιον από τους δύο θαυμάζω περισσότερο, εκείνον που από το πουθενά προσφέρει την ψυχή του ή εκείνον που ζητά βοήθεια, θα σου πω ότι ίσως θαυμάζω κομμάτι περισσότερο εκείνον που τολμά να ζητήσει βοήθεια. Εκείνον που πρώτος αποφασίζει να «εκτεθεί». Να κατέβει από το βάθρο της αυτοδυναμίας, στο οποίο όλοι στεκόμαστε από υπερηφάνεια και να πει «Πιστεύω ξανά στους ανθρώπους και ζητώ βοήθεια από ‘κείνους».  Εκείνον που γίνεται η αφορμή. Εκείνον που ανάβει το σπίρτο (σαν σε γκαζάκι) ώστε το ζεστό να γίνει ξανά καυτό. Γιατί μόνο στις καυτές καρδιές θα βρει κανείς αγάπη. Οι χλιαρές είναι σαν να μην υπάρχουν.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα