Η ώρα είναι επτά το απόγευμα και το τραπέζι που έχεις υποσχεθεί σπίτι σου είναι στις εννιά. Λίγοι καλοί φίλοι θα είναι με αφορμή τα γενέθλιά σου  που ήταν πριν λίγες μέρες. Από το πρωί ασχολείσαι με το συμμάζεμα αλλά η ώρα ξαφνικά πήγε επτά.  Ρίχνεις μια ματιά τριγύρω και φαίνεται σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Απλά το πρώην βομβαρδισμένο τοπίο φαίνεται λιγότερο βομβαρδισμένο. Σαν να πέρασαν οι υπάλληλοι του δήμου και να μάζεψαν μπάζα και σκουπίδια. Κατά τ’ άλλα η ίδια εικόνα εγκατάλειψης αχνοφαίνεται πάλι κι εσύ αναρωτιέσαι. Γιατί ρε παιδί μου έτσι κάθε φορά; Πού πήγε πάλι όλο εκείνο το πρωινό που αφιερώνεις κάθε φορά που έχεις σπίτι μάζωξη;

Αυτό το ερώτημα τελικά δε θα μπορέσει να απαντηθεί ποτέ. Ό,τι απεχθάνεσαι να κάνεις πάντα το αφήνεις τελευταία στιγμή. Μέγας κανόνας. Πώς να κάνεις γενική σπιτιού μέσα σε ελάχιστες ώρες, με ρυθμούς χελώνας κιόλας γιατί μετά από κάθε τέταρτο βαρυγκωμάς μιας και είσαι αμάθητη και θες διάλειμμα; Το μόνο ερώτημα που τελικά τίθεται κάθε φορά είναι το εξής. «Το ξέρεις κοπελιά ότι δεν το έχεις με το νοικοκυριό, έτσι δεν είναι;». Κι εδώ που τα λέμε, ρητορικό είναι το εν λόγω ερώτημα. Δεν θέλει καν απάντηση.

Η ώρα είναι οκτώ, τρέχοντας πανικόβλητη τελείωσες το μαγείρεμα και προσπαθείς τώρα να μαζέψεις ρούχα. Η ώρα που θα χτυπήσει το πρώτο κουδούνι πλησιάζει κι εσύ έχεις πελαγώσει. Ασιδέρωτα, σιδερωμένα (μουσειακό είδος), πλυμένα αλλά και φορεμένα που ξεχάστηκαν και δεν έφτασαν στα άπλυτα ποτέ είναι όλα μπροστά σου σε διάφορες θέσεις. Τα κάνεις όλα ένα κουβάρι (ή πολλά, γιατί ένα θα έμοιαζε με μικρό πλανήτη) και τα παραχώνεις σε ντουλάπες. Οι κάλτσες όλες σε μια σακούλα, να μη χρειάζεται ανασκαφή αύριο το πρωί για ένα ζευγάρι.

Οχτώ και μισή και σειρά έχουν οι επιφάνειες. Πλέον τρέχεις αλαφιασμένη. Διάφορα μικρο-αντικείμενα στους πιο ακατάλληλους χώρους. Απλά έτυχε να κρατάς κάτι και να βρεθείς σε λάθος δωμάτιο. Μία ενδιάμεση σκέψη, ένα τηλεφώνημα, ένα «δε βαριέσαι» και ξαφνικά το τσιμπιδάκι των φρυδιών είναι δίπλα στην αλατιέρα και το ζευγάρι τ’ αθλητικά σου είναι πάνω από τις πατάτες. Αγώνας δρόμου και στο τσακ πάλι θα σπάσεις το πανελλήνιο ρεκόρ στο διακοσάρι.

Εννιά η ώρα και την ώρα που ο πρώτος συνεπέστατος χτυπά το κουδούνι εσύ τρέχεις να σκουπίσεις τα μαλλιά σου που μόλις βγήκες απ’ το μπάνιο, ενώ παράλληλα πετάς ακόντιο τη σφουγγαρίστρα στο μπαλκόνι με το που ανοίγεις την πόρτα. Πάλι πτώμα από την κούραση όποτε καλείς κόσμο, μιας και χτίζεις κάθε φορά το γεφύρι της Άρτας και το Ρίο-Αντίρριο ταυτόχρονα μέσα σε λίγες ώρες. «Δεν το έχεις κοπελιά με το νοικοκυριό, το ξέρεις ε;» σου λέει στο κεφάλι σου η ίδια φωνή.

Ε ναι, λοιπόν, δε γεννήθηκες καλή νοικοκυρά. Ξέρεις τα πάντα μα δε σου βγαίνει το συγκεκριμένο άθλημα. Γι’ αυτό και φεύγουν οι χρόνοι αβέρτα. Γι’ αυτό δε βγαίνει αβίαστα όλο αυτό που άλλες γυναίκες κάνουν με ευχαρίστηση. Δεν γεννήθηκες καλή νοικοκυρά και δεινοπαθείς όποτε η κατάσταση ξεφεύγει και πρέπει να ασχοληθείς σοβαρά με αυτό που λέγεται «οικιακά». Σκέφτεσαι ότι άλλες γυναίκες ενθουσιάζονται  και υπάρχουν πράγματα που τα κάνουν καθημερινά για ώρες. Με το που ανοίγουν τα μάτια τους. «Τι ανώμαλες!» μουρμουράς χαμογελώντας. Κι ας ξέρεις ότι εσύ μοιάζεις η παράταιρη της υπόθεσης.

Δε γεννηθήκαμε όλες οι γυναίκες καλές νοικοκυρές. Μα και που κάποια στιγμή το αντιληφθήκαμε, δεν μπορέσαμε να το διορθώσουμε, όσο κι αν προσπαθήσαμε. Μέχρι που σταματήσαμε να προσπαθούμε. Το αποδεχτήκαμε κι εστιάσαμε σε άλλα χαρίσματα που βρήκαμε πάνω μας, μέσα μας. Κάποιες από μας στάθηκαν άτυχες και βρέθηκαν σε περιβάλλον που αυτό δεν μπόρεσε να το κατανοήσει. Να το αποδεχτεί. Παράπονα, προβλήματα, γκρίνιες από τους τριγύρω μας, από όσους μοιραστήκαμε το ίδιο σπίτι. Απολογίες, αποδοκιμασία και εν μέρει απόρριψη. Κάποιες άλλες από το «σινάφι» μας, όμως, βρήκαν κατανόηση, αποδοχή, αγάπη. Αυτές ήταν και οι πιο τυχερές.

Δε γεννηθήκαμε όλες καλές νοικοκυρές, κανένα φακιόλι και καμία ποδιά δεν ταίριαξαν ποτέ στο δικό μας σώμα. Το ξεσκονόπανο δεν έγινε ποτέ το αγαπημένο μας χόμπι και οι ντουλάπες και τα συρτάρια μας είχαν πάντα την όψη χωματερής. Ανακατεμένα και πολύχρωμα άσχετα (μεταξύ τους) πράγματα παραχωμένα βιαστικά. Κρατούμε πάντα τα στοιχειώδη σε μια αξιοπρεπή κατάσταση, έτσι ώστε καμία κοινωνική ή υγειονομική υπηρεσία να μην μπορέσει ποτέ να βρει «πάτημα». Όμως δεν το έχουμε. Είναι γεγονός.

Ποιος είπε ότι ορισμός της γυναίκας συνάδει πάντα με την έννοια της άψογης νοικοκυράς; Υπάρχουν κι εκείνες οι άλλες γυναίκες που το δυναμικό αυτό (που άλλες διαθέτουν στα οικοκυρικά) το διοχετεύουν αλλού. Μπορεί να είναι φλογερές ερωμένες, δυναμικές φίλες, άψογες στη δουλειά τους, όποια κι αν είναι αυτή. Μπορεί να είναι δημιουργικές στην τέχνη τους, επιτυχημένες στα επιχειρηματικά τους ή δραστήριες στα κοινά. Στο σπίτι τους όμως να παλεύουν μια ζωή με τη σκόνη και την ακαταστασία και να βγαίνουν ηττημένες.

Υπάρχουν οι μικρόψυχοι και οι σεξιστές που αυτόν τον τύπο γυναίκας στο περιβάλλον τους θα τον περιθωριοποιήσουν με το μυαλό ή με τη συμπεριφορά τους. Μα ευτυχώς υπάρχουν κι εκείνοι οι άλλοι που θα αποδεχτούν τη διαφορετικότητά της και θα την αγαπήσουν για τα όποια χαρίσματα έχει. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που οι άλλοι βλέπουν το διαφορετικό, μπορούμε όμως στην τελική να επιλέξουμε εμείς ποιους θα έχουμε στη ζωή μας. Και για όλους αυτούς που επιλέγουμε, η σχέση μας με τα οικιακά περνά, ευτυχώς, στα ψιλά γράμματα.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα