Θεωρούμε κάποια πράγματα αυτονόητα. Αυτό έπρεπε να κάνουν κι αυτό έκαναν. Είχαν τον τρόπο τους, έκαναν το καθήκον τους. Αυτό σκεφτόμαστε όλοι. Ενδεχομένως όποιος τεκνοποιεί, αυτόματα γεννά και τους τρόπους για όλα τα γονεϊκά καθήκοντα. Γεννά αρετές, προσόντα, χαρίσματα και κυρίως τα δύο άλλα συστατικά με τα οποία μπορεί ν’ ανταπεξέλθει ένας γονιός. Χρήμα κι υπομονή. Έτσι νομίζουμε. Μα δε συμβαίνει αυτό.

Μικρά ξυπνούσαμε και κοιμόμασταν χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις. Μας ενδιέφερε μόνο το μέλλον μας. Είτε το βραχυπρόθεσμο (τι θα φάμε, πού θα βγούμε), είτε το μακροπρόθεσμο (πού θα πάμε διακοπές, τι θα σπουδάσουμε). Το παρόν και κάποια «αμελητέα» ζητήματα αυτού του παρόντος ποτέ δεν τα σκεφτήκαμε. Ποτέ δε μας ανησύχησαν. Τα λογίζαμε ως δεδομένα και ποτέ δεν ασχοληθήκαμε μ’ αυτά.

Μέχρι που μεγαλώσαμε και κάποιοι γίναμε κι οι ίδιοι γονείς. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ακόμη κι αν είναι δεδομένο ότι τελικά θα το προσφέρεις, το μη αυτονόητο είναι ότι θα είναι κι εύκολο ή χωρίς θυσίες. Ιδίως σε μια εποχή που όλα είναι τόσο ρευστά. Που δεν υπάρχουν σταθερές. Αυτονόητα κι «εξυπακούεται». Σε μια τέτοια εποχή που παλεύεις να βρεις ακόμη και για τον εαυτό σου τα λεγόμενα «αυτονόητα», πώς άραγε είναι να πρέπει να τα βρεις και για όσους την καθημερινότητα εσύ ορίζεις;

Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για όλα όσα συζητιόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα της κουζίνας ενώ εμείς γελάγαμε με μικροαστεία λίγο πριν τον ύπνο. Δεν αποκωδικοποιήσαμε ποτέ τις εκφράσεις του προσώπου τους όταν έπρεπε να πάρουν μια σοβαρή απόφαση για μας, ούτε ποτέ μετρήσαμε τις ανάσες τους όποτε τα πράγματα δυσκόλευαν με μας κι έπρεπε να συνδράμουν. Δε ρωτήσαμε για τα πιο απλά (στα μάτια μας μόνο). Για εκείνο το πιάτο φαΐ ή για το ζεστό κρεβάτι που θεωρούσαμε στανταράκια. Μπορούσαν; Είχαν; Ναι, υποχρέωσή τους, όπως κι έγινε. Μα μπορούσαν; Είχαν;

Όχι, κανείς δε θα μάθει πως ήταν να προσπαθείς να διαθέσεις τα απλά, τα αυτονόητα. Ακόμη κι ένα ζεστό κρεβάτι. Κι εκείνο το πιάτο το μεσημέρι. Κυρίως την πραότητα και την αγάπη στα μάτια, στα ίδια μάτια που κοιτούν έναν κόσμο που στροβιλίζεται. Κανείς δε θα μάθει γιατί οι οπτικές όλων σταματούν στην εξώπορτά σου. Εκεί που σταματούσαν ακόμη κι οι δικές μας οπτικές, τότε πριν πολλά χρόνια. Κι όσο πιο «ασφαλείας» ήταν αυτή η πόρτα, τόσο πιο πολλά ήταν και τα μάτια που έμεναν έξω απ’ αυτήν.

Δε γράφεται όλο αυτό για είσπραξη «ευχαριστώ», ούτε ευγνωμοσύνης. Δε γράφεται σαν διαφήμιση κάποιας πονεμένης μεγαλοψυχίας που κατάφερε το δύσκολο. Γράφεται με διάθεση σφαλιάρας στους βασιλιάδες του δεδομένου. Στους αγνώμονες που ασχολούνται με την τόση ματαιότητα, ενώ η ουσία ανέκαθεν ήταν αλλού. Κυρίως γράφεται σαν ενημέρωση. Για το να αντιλαμβάνεσαι ορισμένα πράγματα πριν να είναι αργά.

Δεν ήταν ποτέ τίποτα αυτονόητο τελικά. Ακόμη και το φαγητό κι η στέγη. Όχι γιατί δεν το οφείλουν οι γονείς, μα γιατί ίσως για κάποιους μερικές φορές, ακόμη κι αυτό, δεν είναι πάντα εύκολο. Κάναμε τότε πως καταλαβαίναμε. Όμως λέγαμε πεισματικά και κακομαθημένα εκείνο το «δε με νοιάζει που δεν μπορείς, ας μη με γένναγες» όταν δεν παίρναμε αυτό που θέλαμε. Αργήσαμε να το καταλάβουμε, κάποιοι έπρεπε να το ακούσουμε κιόλας. Δεν ήταν αυτονόητο τίποτα, ακόμη και το πιο απλό. Κανείς δε θα μάθει ποτέ τι πραγματικά έκαναν τότε οι γονείς μας για μας. Μόνο θα το νιώσει κάποια στιγμή αργότερα. Κανείς δε θα μάθει ποτέ και τι θα κάνουμε εμείς για τα παιδιά μας.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα