Λοιπόν, παίδες, ίσως οι μικρότεροι δεν έχετε και πολλή επαφή με τα παρακάτω αθλήματα, (που δε νομίζω, κάποιοι, κάποια θα τα προλάβατε), αλλά δεν πειράζει. Και ‘μένα η μάνα μου μού τα έπρηζε παλιά με τις ιστορίες της για το τι παίζανε στο χωριό της. Ήρθε η ώρα για ρεβάνς. Ιδού, λοιπόν, τι παίζαμε παλιά στις γειτονιές. Όπου ξαμολιόσουν μέχρι το βράδυ στον δρόμο, χωρίς τηλέφωνα και τα ρέστα. Όταν ήθελε να σε βρει η μάνα σου, έχωνε μια τσιρίδα απ’ το μπαλκόνι και μαζευόσουν πίσω. Η επιστροφή συνήθως συνοδευόταν από παντοφλιά στα μπούτια και κατοστάρι στην μπανιέρα.

Για τσεκ.

Αμπάριζα

«Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» λέει το σλόγκαν. Για να δούμε τι ήταν ετούτο το παίγνιον. Ήταν, συνήθως, παιχνίδι που, αφού είχαμε βαρεθεί όλα τα υπόλοιπα, πιάναμε αυτό, έτσι, για αλλαγή. Οι κανόνες απλοί. Απλοί; Μαλακίες. Χωριζόμασταν, λοιπόν, σε δύο ομάδες όπου έπιανε η καθεμία μια κολόνα της ΔΕΗ. Η κολόνα ήταν η βάση. Ένα τυπάκι από κάθε ομάδα αναλάμβανε να κρατάει την κολόνα συνεχώς. Συνήθως ο πιο άχρηστος. Αυτός ήταν η «μάνα». Το παιχνίδι άρχιζε κι ένας παίχτης της Α ομάδος ξαμολιόταν σαν τρελός και προκαλούσε παίχτη της ομάδας Βου να τον κυνηγήσει. Σαν την Γκόλφω με τον Τάσο, ένα πράμα. Ο Βου ακουμπούσε κολόνα κι έτρεχε να πιάσει τον Α. Ο Α, τον πούλο προς τα πίσω στην κολόνα, όπου έβγαινε άλλος της ομάδας Α που είχε πιάσει πιο νωρίς κολόνα απ’ τον Βου κι είχε πλεονέκτημα. Μπερδεύτηκα. Τες πα, καταλάβατε το στόρι, ε; Χέσε μέσα. Για να μην τα πολυλογούμε, λοιπόν, αν σε έπιαναν, ήσουν φυλακισμένος. Σκοπός του παιχνιδιού να πιάσεις όλους τους παίχτες της μίας ομάδας φυλακισμένους. Πούτσες μπλε. Γι’ αυτό και το αφήναμε να το παίξουμε όταν δεν είχαμε τίποτε άλλο να παίξουμε. Εκτός απ’ το γνωστό, βέβαια, που ήταν classic αλλά prive. Πάμε παρακάτω.

Μακριά Γαϊδούρα

Γαμάτο παιχνίδι. Η φράση «μας έσπασες τ’ αρχίδια» βγήκε απ’ το παίγνιον τούτο. Κι εξηγούμαι: Πάλι χωριζόμασταν ομάδα Α κι ομάδα Βου. Ομάδα Α στηνόταν ολόκληρη σε στάση πισωκολλητό ο ένας πίσω απ’ τον άλλο με έναν παίχτη στημένο στην κολόνα για να κρατάει την κόντρα. Πάλι τον πιο άχρηστο, μην ξεχνιόμαστε. Έπειτα, η ομάδα Βου έστελνε ένα-ένα παίχτη με φόρα να πηδά τη γαϊδούρα. Βουκολικόν. Ο παίχτουρας απογειωνόταν κι έσπαγε τα ούμπαλά του πάνω στις πλάτες της γαϊδούρας. Πόνος και δάκρυ. Αλλά κάργα σεξουαλικό, έτσι; Ε, τι να κάνουμε, γκόμενες δεν είχαμε τότε. Αφού πηδούσαν όλοι οι παίχτες πάνω στη γαϊδούρα, ο κολόνας μετρούσε μέχρι το πέντε κι αν άντεχε η γαϊδούρα, κέρδιζες και πήδαγε η ομάδα σου. Αλλιώς σε ξαναπήδαγαν. Αν παίχτης που πήδηξε πάνω στη γαϊδούρα ακουμπούσε το έδαφος με χέρι, πόδι, παπάρι, ή οτιδήποτε, ακυρωνόταν η ομάδα. Τιπ. Φρόντιζες να πάρεις τους πιο χοντρούς παίχτες, ώστε να αντέχει η Γαϊδούρα μόλις πηδήξουν οι αντίπαλοι και μετά να τους γονατίσεις. Επίσης, κέντραρες στον πιο αδύναμο παίχτη κι έστελνες τον πιο ευσωμούλη να του ισιώσει τη ραχοκοκκαλιά.  Πολύ πήδημα στο γαϊδούρι, αλλά είχε γέλιο. Κρίμα που δε συμμετείχαν κοπέλες.

Κρυφτό

All time classic. Παντού και πάντα και κάθε μέρα. 5-10-15-20-25 κλπ και φτου ξελευθερία. Γινόταν κλήρωση για το ποιος θα φυλάξει πρώτος. Μούφα κλήρωση, δηλαδή, γιατί συνήθως ήταν στημένο να φυλάει ο χαζός της υπόθεσης. Ξεκινούσε, λοιπόν, κι οι υπόλοιποι κρύβονταν σε λογικές αποστάσεις ενός στενού. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου πήγαινες σπίτι σου για φαΐ και γαμούσες όλο το παιχνίδι, αλλά αυτό είναι εξαίρεση. Ο άτυχος μετρούσε μέχρι το 100 κι έβγαινε να βρει τους άλλους. Ευφάνταστες κρυψώνες, συστήματα κάλυψη-απόκρυψη κι ό,τι ήθελες έβρισκες σ’ αυτό το παιχνίδι, που αργότερα αποδείχτηκε πολύ χρήσιμο στο φανταρικό. Όποιον έβλεπε, λοιπόν, πήγαινε στην κολόνα που φυλούσε –πάλι κολόνα, τελικά, πολύ χρήσιμη αποδεικνύεται, ε;– έριχνε μια ροχάλα κι όφειλε να πει το όνομα αυτού που είδε και πού ήταν κρυμμένος. Αν έκανε λάθος, ξαναφύλαγε. Ο πρώτος που έβρισκε, αν ο τελευταίος παίχτης δεν έκανε ξελευθερία, φύλαγε.

Χαλασμένο τηλέφωνο

Σε κατάσταση απόλυτης μούχλας παίζαμε κι αυτή τη μαλακία. Αφού, λοιπόν, βαριόμασταν να ξεκολλήσουμε τα κουλά μας για να παίξουμε κάτι ενεργητικό, καθόμασταν στα σκαλάκια του γείτονα που είχε την ατυχία η είσοδός του να γίνει στέκι των κάφρων και ξεκινούσαμε αυτό το χωρίς νόημα παιχνίδι. Ο πρώτος έλεγε μια λέξη στο αφτί του δίπλα, ολίγον γρήγορα και μπερδεψουά, ο δίπλα στον παραδίπλα και πάει λέγοντας μέχρι τον τελευταίο. Ο τελευταίος έπρεπε να βρει τη λέξη. Αν την έλεγε, πήγαινε πρώτος κι έλεγε αυτός λέξη. Ξύσ’ τα αρχίδια σου, δηλαδή. Ρε, τι έκανε η αγαμία τότε!

Τζαμί

Η ζολί, όπως το λέγαμε εμείς. Το αγαπημένο μου παιχνίδι. Πανικός στη γειτονιά μ’ αυτό. Δύο ομάδες πάλι, κλασικά, η μία ομάδα είχε 7 πλακάκια που τα έστηνε το ένα πάνω στο άλλο στη μέση του δρόμου. Ομάδα Β είχε μπάλα όπου την έριχνε πάνω στα πλακάκια. Με το που έπεφταν, εξαφανιζόταν όλοι γύρω-γύρω κι η ομάδα Β έπαιρνε την μπάλα, όπου κυνηγούσε να χτυπήσει όποιον πήγαινε να ξαναστήσει τα πλακάκια. Σκοπός του παιγνίου απ’ ό,τι καταλάβατε ήταν να στήσει τα πλακάκια η ομάδα Α, χωρίς να χτυπηθούν όλοι οι παίχτες της. Χαμός στο ίσιωμα. Σουτ με την μπάλα και καθρέφτες αυτοκινήτων στην άσφαλτο. Μόλις άρχιζε αυτό το παιχνίδι, οι γάτες της γειτονιάς εξαφανίζονταν.

Μήλα

Παρεμφερές με το ζολί αλλά πιο απλό. Στόχος πάλι να χτυπήσεις αντίπαλο με μπάλα. Έχω την εντύπωση ότι ήταν κλεμμένο από κορίτσια το παιχνίδι αυτό, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Πάντως αν είχε την ατυχία κάποια κοπέλα κι εμφανίζονταν στην καφροπαρέα, προς τιμήν της το παίζαμε. Το παιχνίδι. Καθόταν, λοιπόν, δυο βλάκες ο ένας απέναντι στον άλλο με μια μπάλα κι όλοι οι υπόλοιποι στη μέση. Κι άρχιζε εκεί το πανηγύρι. Βολές ο ένας στον άλλο μέχρι να πετύχουν όλους όσοι ήταν στη μέση. Αν κάποιος απ’ τους μέσα έπιανε την μπάλα στον αέρα χωρίς να πέσει κάτω, τότε οι ακροβολιστές ξανάριχναν απ’ την αρχή. Πλάκα είχε.

Κυνηγητό

Μαλακίες. Δε θα γράψω τίποτα. Ούτε καν θυμάμαι τι σκοπό είχε. Απλά έτρεχες σαν μαλάκας να πιάσεις τον άλλο. Γιατί δεν ξέρω. Έπρεπε μάλλον κάπου να βγάλουμε ενέργεια. Τι να σας αναλύσω τώρα; Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι έπεφτε πολλή τούμπα. Επόμενο.

Αγαλματάκια Ακούνητα

«Αγαλματάκια ακούνητα αγέλαστα μέρα ή νύχτα;» Άλλο καμένο παιχνίδι. Ο γνωστός άτυχος και πάλι στην κολόνα με πλάτη τους υπολοίπους (ήθελα να ‘ξερα τι θα παίζαμε αν δεν υπήρχαν κολόνες), όπου λέει την παραπάνω φράση και τα αγαλματάκια, δηλαδή οι υπόλοιποι, του απαντάνε «μέρα». Αυτός γυρνάει κι αν δει κανέναν με Πάρκινσον, τον βγάζει απ’ το παιχνίδι. Μετά πάλι κολόνα, όπου δε θυμάμαι τι λέει, κι οι υπόλοιποι τρέχουν προς αυτόν, που γυρνάει απότομα, και κοκαλώνουν σε διάφορες ζαβές στάσεις. Και το ίδιο βιολί μέχρι να βγουν έξω όλοι ή κάποιος να τον ακουμπήσει στην πλάτη για να τον κάνει να ξαναφυλάξει. Θεός φυλάξοι.

Κουτσό

Άντε, ας το γράψω κι αυτό.  Χρήσιμο παιχνιδάκι αν έκανες προπόνηση για καγουρό. Έφτιαχνες κάτι τετράγωνα με κιμωλία στον δρόμο, νομίζω οκτώ, και ξεκινούσες. Πέταγες μια πέτρα κι αν πετύχαινες το τετράγωνο με το νούμερο, τράβαγες κατά ‘κει. Με κουτσό, βέβαια. Σε περίπτωση τούμπας ή αστοχίας του τετραγώνου, συνέχιζε ο επόμενος. Βαρετό λίγο, αλλά τι να κάνεις; Ατού ήταν ότι ερχόταν και κάνα κοριτσάκι να παίξει μαζί μας.

Αυτά τα ολίγα, που λέτε, ενθυμούμαι από μικρός. Χμ, μόλις θυμήθηκα τώρα και το «Ένα, δύο, τρία, κόκκινο φως», το οποίο είναι παρεμφερές με το «Αγαλματάκια Ακούνητα» κι ένα που μου επισήμανε ο ξα Χριστόφορος με τον πρόγονο του paintball, φυσοκάλαμο με βελάκια χάρτινα ή στόκο. Δε θα αναφερθώ, βεβαίως, σε όλα τα παιχνίδια που παίζαμε σε σχέση με το ποδόσφαιρο, (χαρτάκια, ματς ανάμεσα στ’ αμάξια κλπ) γιατί το ποστ θα ‘χε τον ατελείωτο.

Πάντως, τότε υπήρχε γειτονιά, ζωή, φωνές, γέλια κι όλα. Τώρα δεν ακούω τίποτα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν τέτοιες γειτονιές στην Αθήνα κι αν τα παιδιά παίζουν ακόμα τέτοια παιχνίδια και δεν έχουν κολλήσει στο Playstation. Μακάρι να υπάρχουν. Αν με διαβάζει κάνας πιτσιρικάς, τον παρακαλώ να προβεί στις εξής ενέργειες: Copy – Paste – Print, και τον πούλο στον δρόμο.

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη