Η  ρίζα της λατινικής λέξης για το φθόνο είναι Invidia και σημαίνει να κοιτάζεις κάποιον τόσο διαπεραστικά ώστε να αλλάζει η έκφραση του προσώπου από την ένταση της ματιάς του. Σχετίζεται με το «κακό μάτι» και την αρνητική ενέργεια που μεταφέρει αυτός που νιώθει το αίσθημα της διαρκούς δυσαρέσκειας, της λύπης και του μόνιμου παραπόνου για τα αγαθά και την ευτυχία των άλλων. Στην ουσία είναι η βαθιά οργή που προκαλεί η επιτυχία όταν δεν είναι δική σου. Οι απάτες, οι κακομεταχειρίσεις, οι εγκληματικές και βίαιες πράξεις συμβαίνουν από ζήλια, αλλά με την υπερβολική έννοια της λέξης που καθιστά ανήμπορους κι ανάξιους τους ανθρώπους να δουν πέρα από αυτήν.

Η καταδίωξη είναι ο στόχος του φθονερού ατόμου. Η δύναμη της κατωτερότητας που νιώθει και τα ενοχικά αμαρτήματα που κουβαλάει, είτε δικά του είτε άλλων τον αποπροσανατολίζουν στρέφοντας την ενέργειά του στη λάθος πλευρά. Αδυνατεί στην αξιολόγηση των ικανοτήτων του και αδιαφορεί για τη ενίσχυση της πίστης στον εαυτό του.

Νιώθεις άσχημα όταν κάποιος μιλάει με όμορφα λόγια για κάποιο άλλο πρόσωπο; Δυσκολεύεσαι να γελάσεις με την επιτυχία του φίλου σου κι αυτό που χαράζεται στο στόμα σου είναι ένα τεταμένο και παγερό χαμόγελο; Αισθάνεσαι ευάλωτος μπροστά σε επιτυχημένα άτομα και χρησιμοποιείς κυνικό χιούμορ και λόγια απαξίωσης για τους «μέτριους»;

Εάν ναι, ο φθόνος που γεννάται και γίνεται, έχει βρει τρόπο να φωλιάσει. Είναι λογικό κι απολύτως ανθρώπινο να βρεθείς σε στιγμές που θα λέγαμε ότι είναι υγιές να ζηλέψεις αυτό που επιθυμείς και να θελήσεις να το αποκτήσεις. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και πίσω από κάθε δημιουργία υπάρχει ένα σχέδιο. Εκεί εστιάζεις, στην καταγεγραμμένη συνταγή, βάζοντας τις δικές σου παρεμβάσεις για τη μοναδικότητά της. Επομένως όταν δεν υποφέρεις και δεν απογοητεύεσαι αλλά εστιάζεις στην έμπνευση που σου δίνεται μέσα από την εξέλιξη του άλλου, τα θεμέλια αντέχουν για να στηρίξουν το όποιο εγχείρημα θέλεις να φέρεις εις πέρας. Κι αυτού του είδος το αίσθημα αν το ονομάζαμε φθόνο, δε θα ήταν νοσηρό.

Επικρίνοντας όμως κάτι, που ουσιαστικά θα ήθελες να είναι το δικό σου επίτευγμα, δεν οδηγεί πουθενά, ούτε εσένα που θέλεις να φτάσεις εκεί, ούτε τον άλλο που έχει ήδη πάει και περιμένει την αναγνώριση για την προσωπική του πορεία. Είναι η στιγμή που σταματάς να αναζητάς τη δική σου ζωή κι αφιερώνεσαι με εμμονή σε ξένους βίους. Παύει η αυτοεκτίμηση, στενεύουν τα όρια αρχίζει ο καυστικός λόγος και ξεκινά αυτή η ανυπέρβλητη γνωμολογία που εξαθλιώνει την ανθρώπινη υπόσταση κι αναχαιτίζει το δρόμο προς το όνειρο. Μια τεμπέλικη στάση απέναντι σε μια κουραστική ζωή.

Ο  Nίτσε στο βιβλίο του «η Γέννηση της τραγωδίας» αναφέρει: «Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο κι άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκριση του ελληνικού μοντέλου, συρρικνώνονταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ξυπνάει εναντίον τους. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους» Το βιβλίο γράφτηκε το 1872 κι εν έτει 2021  ο Νίτσε ακούγεται περισσότερο επίκαιρος από ποτέ και υπογράφει ότι η ομορφιά δεν αλλοιώνεται από το αίσθημα του φθόνου.

Η σύγκριση λοιπόν γεννά το μένος και την εχθρότητα, αλλά θα δανειστώ κάποια λόγια που διάβασα τελευταία και θα μπορούσαν να είναι η λύση του καταστροφικού αυτού συναισθήματος «Μόνο όταν κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου μπορούμε να γίνουμε πραγματικά σπουδαίοι κι αυτά που γράφουμε, θέλουμε, δημιουργούμε να έχουν όντως κάτι να πουν». Είναι ευφυΐα να παραμένεις σε εγρήγορση, να βελτιώνεσαι και να προχωράς, να εκθειάζεις την πρόοδο και να προετοιμάζεσαι να ζήσεις ακόμα μεγαλύτερες ευλογίες, να έχεις την ικανότητα να παρακινείς και να παρακινείσαι από εμπνευσμένα άτομα και να δείχνεις αγάπη και στοργή σε όσους εκτιμάς.

Ο χρόνος των ατόμων με νοσηρό φθόνο περνάει με την ενασχόλησή τους για τις ζωές των άλλων. Αρνούνται να δώσουν αξία και προσοχή στους ίδιους κι απολαμβάνουν να κάνουν το μίσος τους πράξη∙ μια ευχαρίστηση παροδική, καθώς η ικανοποίηση που παίρνουν δεν είναι ποτέ αρκετή. Ένα κακό συναίσθημα γλιστράει μέσα τους και τούς υπαγορεύει πώς να κινηθούν, με το άθροισμα να μετρά αρνητικό ως προς τις βλέψεις τους.

Ένα παράδειγμα είναι της Πλουσίας, η οποία πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με το γράψιμο. Μια ανάγκη έκφρασης κι αγάπης για τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού λόγου. Οι αρχικές αντιδράσεις των φίλων ήταν θετικές μιας και το έργο της κατάφερε να αγγίξει ένα σύνολο ανθρώπων. Στη συνέχεια ξεκίνησαν οι ερωτήσεις, τύπου πόσα χρήματα θα πάρεις; Αξίζει τελικά να σπαταλάς χρόνο για κάτι που δεν έχεις όφελος; Μήπως θα ήταν καλύτερα να βρεις κάτι άλλο να ασχοληθείς; Κι εκεί, αν δεν αντιληφθείς εγκαίρως τον δόλο που κρύβεται πίσω από αυτά τα δήθεν καλοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να νιώσεις μπερδεμένος και να αλλάξεις πορεία. Προφανώς δεν είναι σε θέση να διαβάσουν τη διαδικασία που ξεκινάς, τρέχουν να φτάσουν στην κατάληξη με τις θεόσταλτες μαντικές τους ικανότητες κι ισοπεδώνουν το όποιο θάρρος  και σθένος έδειξες για να διανύσεις τον δρόμο. Ίσως τελικά, αν όλα αυτά που θέλαμε ερχόντουσαν εύκολα, δε θα ξέραμε τι να τα κάνουμε.

Είναι νόμος της φύσης σε αυτόν που δίνει να δίνονται περισσότερα. Ο φθόνος-μειώνει-αρρωσταίνει, σε εμποδίζει και σε περιορίζει. Μη χάνεις τα μάτια σου από τον σκοπό σου και μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Η επιτυχία δε μετριέται με κραυγές. Είμαστε αυτό που αισθανόμαστε κι αισθανόμαστε βάσει αυτών που σκεφτόμαστε. Ο θαυμασμός είναι τιμή και σεβασμός κι ένας θαυμαστός τρόπος σκέψης είναι πάντα ανεκτίμητος εξοπλισμός.

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου