Λένε πως όταν μας λείπει πολύ κάποιος, τον βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας. Όχι γιατί μας ειρωνεύεται ή συμμαχεί μαζί μας το σύμπαν, ούτε γιατί έτσι τα θέλει η μοίρα ή η τύχη αλλά η φαντασία μας. Αφού, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είναι εκεί. Όταν το ακούσαμε πρώτη φορά, γελάσαμε, δεν το πιστέψαμε. Μας φάνηκε χαζό, υπερβολικό. Πώς μπορούμε να μπερδεύουμε τον άνθρωπο που αγαπάμε με κάποιον άλλον; Κι όμως, όταν ήρθε η στιγμή που δεν ήταν πια κοντά μας κάποιος που δεν πάψαμε να τον θέλουμε δίπλα μας, όταν μας έλειπε αφόρητα, τότε συνέβη και σε εμάς.

Εκεί που περπατάμε αμέριμνοι στον δρόμο προς τη δουλειά, αναλογιζόμενοι τη μέρα μας, το πρόγραμμά μας ή οτιδήποτε μας απασχολεί, ξαφνικά στην άκρη του απέναντι πεζοδρομίου νομίζουμε πως βλέπουμε εκείνον τον άνθρωπο να περπατά. Το πρόσωπό του, τα μάτια του, τα μαλλιά του, τα χείλη του, όλα. Ο αέρας έφερε κοντά μας το άρωμά του, και τη μυρωδιά αυτή θα την ξεχωρίζαμε ανάμεσα σε χίλιες. Είμαστε σίγουροι πως είναι εκείνος, δεν μπορεί να κάνουμε λάθος. Όλο μας το είναι τον ζητάει, έστω και μια τελευταία φορά, για μια ματιά. Δεν ξεχάσαμε, βλέπεις, καμία απ’ τις στιγμές μας -όσο κι αν προσπαθήσαμε.

Κι αρχίζουμε τότε να πλημμυριζόμαστε από ανάμεικτα συναισθήματα. Η καρδιά μας κοντεύει να βγει απ’ το στήθος μας, τα πόδια μας τρέμουν. Δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε. Νιώθουμε χαρά που τον βλέπουμε επιτέλους μετά από τόσο καιρό αλλά κι γωνία για το αν μας είδε, αν πρέπει να του μιλήσουμε.

Μια μάχη εκτυλίσσεται μέσα μας. Απ’ τη μία θέλουμε να τρέξουμε κοντά σε ‘κείνο το πλάσμα, να το αγκαλιάσουμε, να το φιλήσουμε και να του πούμε ό,τι έχουμε κρυμμένο μέσα στην καρδιά και το μυαλό μας. Απ’ την άλλη, ξέρουμε πως δεν πρέπει. Κι αν του μιλήσουμε, τι να του πούμε; Πως δυσκολευόμαστε να ζήσουμε μακριά του; Πως τον θέλουμε πάση θυσία στη ζωή μας; Αυτά έπρεπε να τα ξέρει, έπρεπε να ‘χε δει τον έρωτα στα μάτια μας. Αλλά προτίμησε να κλείσει τα μάτια και τα αφτιά του. Σκέψεις αντιφατικές κάνουν τα δευτερόλεπτα να μοιάζουν αιώνες.

Κι όταν, τελικά, πάρουμε μια βαθιά ανάσα κι αποφασίσουμε να τον πλησιάσουμε, έστω για να πούμε ένα «γεια», να μάθουμε τα νέα του, να πάρουμε μια μικρή γεύση από εκείνον, τότε συνειδητοποιούμε ότι ποτέ δεν ήταν εκείνος. Απογοήτευση. Η λέξη που περιγράφει το τι αισθανόμαστε. Ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι και για εμάς αλλά και για τον ίδιο, θα προσπαθήσουμε να μας παρηγορήσουμε. Θα μας πείσουμε πως δεν ήμασταν έτοιμοι για μια τέτοια συνάντηση κι ας ήταν ό,τι περισσότερο λαχταρούσαμε.

Μπορεί πάλι και να αισθανθούμε μια ανακούφιση. Ειδικά αν είχαμε δει ένα άλλο πρόσωπο δίπλα σ’ αυτόν που περάσαμε για τον έρωτά μας. Μπορεί να παρακαλούσαμε μέσα μας να μη μας δει, να γυρνούσαμε απ’ την άλλη και να αλλάζαμε πορεία. Μπορεί να μην αντέχαμε μια τετ α τετ επαφή. Δεν ξεπερνιούνται εύκολα οι μεγάλοι έρωτες, ανεκπλήρωτοι και μη.

Και συναντάμε καθημερινά εκατοντάδες πρόσωπα, χιλιάδες ίσως, με την ελπίδα ανάμεσα σ’ αυτά να βρούμε εκείνον τον άνθρωπο. Γιατί δε μας αφορά κανένα άλλο χαμόγελο και καμιά άλλη αγκαλιά. Δε τις θέλουμε τις άλλες, η ψυχή μας, το σώμα μας τις διώχνει. Δεν είναι για εμάς. Και το μυαλό μας μάς παίζει άσχημα παιχνίδια γιατί είναι σκληρό να βλέπεις παντού αυτόν που ποθείς και να μην μπορείς να τον αγγίξεις. Κι απορούμε αν, άραγε, εκείνος μας σκέφτεται καθόλου. Αν του λείπουμε ή μας έχει ξεχάσει.

Είναι αληθινό ζόρι να σε πονάει η απουσία κάποιου κι εκείνος να συνεχίζει κανονικά τη ζωή του, να μη δείχνει πως σε χρειάζεται. Να χτυπάει το τηλέφωνό μας και να ευχόμαστε να είναι εκείνος ο συγκεκριμένος αριθμός –που σβήσαμε απ’ τις επαφές μας, αλλά θυμόμαστε απ’ έξω– και ποτέ να μην είναι. Να ακούμε τον ήχο του messenger και να τρέχουμε μήπως και το όνομά του έχει εμφανιστεί στην οθόνη. Να προσποιούμαστε στους γύρω μας πως όλα είναι καλά, ενώ μέσα μας γίνεται πόλεμος.

Όλα τα τραγούδια μιλάνε για εκείνον, στίχο προς στίχο. Ακούμε το όνομά του και παρακαλάμε να ‘ναι αυτός, βλέπουμε τη μορφή του στους περαστικούς. Κι όλα αυτά γιατί μπορεί να μην είναι εδώ, αλλά είναι μέσα μας, πάντα ήταν. Και μας λείπει αφόρητα. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, απ’ τη στιγμή που δεν είναι αμοιβαίο. Απλώς ελπίζουμε με τον χρόνο να γιατρευτούν οι πληγές. Αλλά ο χρόνος από μόνος του δεν κάνει θαύματα κι εμείς ξυπνάμε με τη σκέψη του και την επιθυμία αυτή τη φορά να ‘ναι όντως εκείνος.

Συντάκτης: Στέλλα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη