Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια πολύ πονεμένη και δυναμική γυναίκα που, όπως είχε πει η ίδια, περπάτησε τη ζωή της όπως ήθελε. Έζησε το μεγάλο διωγμό και ήρθε στην Ελλάδα σαν κυνηγημένη και απόλυτα απογοητευμένη από τον πρώτο της άντρα που είχε πάει νωρίτερα εκεί για να δουλέψει και να τους στέλνει χρήματα. Πατώντας το ελληνικό χώμα ένιωθε ανακούφιση που ζούσε, μα για ‘κείνη η φυλακή μόλις ξεκινούσε και την ένιωθε στην αγκαλιά του συζύγου.

O ίδιος δε φάνηκε να δέχτηκε και να σεβάστηκε την προσωπικότητα και τις επιλογές της μόνο τη στιγμή του διαζυγίου της, όταν λαμβάνοντας ένα μεγάλο ρίσκο εκείνη του αποκάλυψε πως θέλει να γίνει ηθοποιός και πως δεν αντέχει άλλο την καθώς πρέπει ζωή τους. Μετά από την εξομολόγηση αυτή και την παράκλησή της να την κάνει ευτυχισμένη δίνοντάς της την ελευθερία της, έφυγε από τον έγγαμο βίο. «Αν θα φύγεις, θα πάρεις ένα από τα δύο παιδιά και δεν πρόκειται ποτέ να δεις το άλλο», της είπε. Δεν έκανε πίσω.

Ο Γιώργος ήταν αστυνομικός και τον είχε γνωρίσει σε μια βιβλιοθήκη. Διάβαζαν κι οι δύο. Για εκείνη που ήταν δασκάλα (αν και το θέατρο ήταν η αγάπη της) δεν είναι δα και τόσο αξιοσημείωτο, περισσότερο αναμενόμενο θα το έλεγε κάνει. Εκείνος όμως; Μπάτσος πράγμα (έτσι τον αποκαλούσε) και να έχει λογοτεχνικές ανησυχίες, να έχει μια ζεστή καρδιά; Αυτό ήταν, τον ερωτεύθηκε. Για την ψυχή του, για τα όσα κρύβει μέσα στη στολή του, για τα όσα έδειξε σε εκείνη μονάχα. Τα χέρια του Γιώργου την αγκάλιασαν την Ευτυχία. Την αγκάλιασαν απαλά για να μην αφήσουν κανένα σημάδι πάνω της πάρα μόνο το άρωμά του. Ήταν σπάνιος άντρας ο Γιώργος, σπάνια γυναίκα η Ευτυχία, αναπόφευκτα σπάνια και η αγάπη τους. Και παντοτινή.

Έζησαν πολλά μαζί και δεν ήταν όλα ρόδινα. Η σχέση τους είχε και γκρι στιγμές και μαύρες του θανάτου κι είχε μια άσχημη μυρωδιά, ανεκτή από λίγους, αυτή του αποτσίγαρου. Μα εκείνος της στάθηκε σε όλα. Πλάι στον Γιώργο η Ευτυχία βρήκε τη δύναμη και πήρε πίσω την κόρη της που είχε αφήσει φεύγοντας στον πατέρα της. Πλάι του βρήκε τη δύναμη να κυνηγήσει το όνειρό της. Πλάι του έγινε διάσημη. Πλάι του γνώρισε τεράστια επιτυχία μέσα από τα στιχάκια που σκαρφιζόταν. Πλάι του έχασε τη μάνα της. Πλάι του ήταν δυνατή, όλα τα κατάφερνε χάρη σ ‘εκείνον και στο ευρηματικό και έξυπνο μυαλό της.

Μόνο τον τζόγο δεν κατάφερε να νικήσει, όταν έχασε την κόρη της, όταν από δυο παιδιά απόμεινε με ένα. Ήταν ίσως η μοναδική φθορά στη σχέση τους, γιατί ναι, τον τζόγο τον έβαζε αρκετά συχνά πιο πάνω από την αγάπη τους κι αυτό γιατί ήταν το καταφύγιό της. Έλεγε ψέματα, αργούσε τα βράδια να φανεί ενώ εκείνος την περίμενε με αγωνία μήπως κάτι έχει πάθει. Η αλήθεια είναι να βέβαια πως κάτι είχε πάθει. Ήταν εξαρτημένη, είχε μπλέξει σε έναν άρρωστο εθισμό από τον οποίο ένιωθε πως παίρνει ικανοποίηση ενώ βυθιζόταν στο σκοτάδι. Έχανε, έχανε ασύστολα χρήματα και δεν την ένοιαζε σχεδόν τίποτα. Την ένοιαζε μονάχα μη χάσει εκείνον. Αυτό την ταρακουνούσε. Μα ο Γιώργος δεν την εκβίαζε την Ευτυχία, δε θα την πλήγωνε. Μόνο τις εξέφραζε πώς νιώθει. Και η αγάπη και η υπομονή έχουν τα όριά τους, της είχε πει μια φορά που το είχε παρακάνει. Και μετά σιωπή. Την άφησε να διαπραγματευθεί τα λόγια του και τη σιωπή που ακολούθησε μετά από αυτά.

Τον άκουγε τον Γιώργο η Ευτυχία. Όχι όμως από φόβο μα από θαυμασμό κι αγάπη. Ήξερε ότι τη λάτρευε, δεν αμφέβαλλε στιγμή. Το ίδιο κι εκείνη. Το είχαν αποδείξει ο ένας του άλλου με τις πράξεις τους και συνέχιζαν να το αποδεικνύουν μια ζωή. Όχι πως το χρειαζόταν αυτό η σχέση τους αλλά επειδή το ήθελαν. Νοιάξιμο, αγάπη, τρυφερότητα, εγγύτητα, επικοινωνία, θαυμασμό, σεβασμό. Όλα τα είχαν γιατί είχαν ο ένας τον άλλον. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος που δεν εξασθένησε στον χρόνο, μετατράπηκε μονάχα σε βαθιά, ειλικρινή αγάπη. Σε μια αγάπη που δε δέχεται περιορισμούς, που σε αφήνει ελεύθερο να υπάρχεις, να αισθάνεσαι και να γίνεσαι αυτό που εσύ θέλεις και διαλέγεις.

Σίγουρα ακόμη υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιες αγάπες, τέτοιες ενώσεις. Για να τα βρεις όμως αυτά δεν αρκεί να έχεις καρδιά, χρειάζεται να έχεις και θάρρος, τόλμη να τα αναζητήσεις. Χρειάζεται να έχεις και μνήμη, να θυμάσαι πως η αγάπη δεν είναι εύκολη, δεν είναι μια κόκκινη λαμπερή καρδιά, δεν είναι ζωγραφιά. Η αγάπη είναι εσύ και όσα νιώθεις. Η αγάπη είναι ανθρώπινη, γι’ αυτό και πληγώνει και πονάει. Γι’ αυτό επίσης και αντέχει όσο αντέχεις κι εσύ.

Πηγή φωτογραφίας από την ταινία “Ευτυχία”

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου