Η λεωφόρος Συγγρού, πριν αποκτήσει αυτό το όνομα και προτού γίνει όλα όσα είναι σήμερα, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Αποτελούσε περιοχή στην οποία οι άνθρωποι διέρχονταν καθημερινά και τα μέσα μαζικής μεταφοράς περνούσαν για να κατευθυνθούν προς το λιμάνι του Φαλήρου. Μεγάλο τμήμα του έργου για την ασφαλτόστρωση της περιοχής δόθηκε από τον Ανδρέα Συγγρού, γι’ αυτό κατέχει και το όνομά του.

Την εποχή του 1800 ήταν γεμάτη με χωράφια και παλιά σπίτι. Το 1954, έγιναν οι πρώτες ανακατασκευές του δρόμου κι ο χρόνος της ασφαλτόστρωσης κράτησε μόλις 24 ώρες. Γράφτηκε στην ιστορία, αφού ήταν ένα από τα πιο γρηγορότερα έργα οδοποιίας στη χώρα μέχρι εκείνη την εποχή. Κι αυτό γιατί τότε η Ελλάδα θα έμπαινε στην Ε.Ο.Κ. κι έτσι θα έπρεπε να γίνει η σχετική προετοιμασία.

Όπως μας λένε πηγές, το 1901 χαράχθηκε ο νέος δρόμος κι άρχισαν οι εργασίες. Σύμφωνα με τον Ν. Γαζή το μήκος ήταν πέντε χιλιόμετρα και το πλάτος 28 μέτρα. Απ’ αυτά, 16 μέτρα πλάτος κατείχαν τα δύο πεζοδρόμια και 12 μέτρα ήταν η κύρια οδός, η οποία θεωρείτο ότι «είναι μοναδική καθ’ όλην την ανατολήν».

 

 

Στη σημερινή εποχή υπάρχουν επιχειρήσεις, γραφεία, καφετέριες, clubs, κλινικές ακόμα και ξενοδοχεία. Όμως πέρα από αυτά, υπάρχουν αρκετά strip clubs κι οίκοι ανοχής. Αν βγει κανείς μια βόλτα στην περιοχή αυτή κάποιο βράδυ, το μόνο σίγουρο είναι πως θα δει γυναίκες, άντρες, τρανς γυναίκες και τρανς άντρες οι οποίοι επαγγέλλονται τη δουλειά του σ@ξεργάτη.

Οι εργαζόμενοι αυτοί αντιμετωπίζουν πολλά περισσότερα προβλήματα από ό,τι είναι συνηθισμένο να αντιμετωπίζει κανείς, εξαιτίας φυσικά της ηθικολόγας κοινωνίας στην οποία ζουν. Από τον νόμο, τα δικαιώματα του κάθε εργαζομένου δεν είναι κατοχυρωμένα. Δεν τους παρέχεται καμία ασφάλεια καθώς οι περισσότεροι οίκοι ανοχής οι οποίοι βρίσκονται σε λειτουργία, δεν είναι νόμιμοι.

Η ασφάλεια όμως δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Εκείνοι που ασκούν το επάγγελμα του σ@ξεργάτη θα πρέπει να έχουν βγάλει άδεια άσκησης επαγγέλματος και να έχει άδεια λειτουργίας το οίκημα στο οποίο εργάζονται, που μάλιστα θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αν υποθέσουμε πως όλα αυτά τα έχει κάποιος, θα πρέπει επίσης να είναι και άγαμος καθώς σε περίπτωση που κάποιος είναι παντρεμένος δεν μπορεί να εργαστεί -νόμιμα. Είναι πολύ άσχημο το να μην μπορείς να είσαι εξασφαλισμένος στη χώρα που ζεις και ταυτόχρονα να βιώνεις το στίγμα που σου έχει επιβάλει η κοινωνία.

Συνεπώς, πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι επιλέγουν να μείνουν στην αφάνεια καθώς δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. Κι αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να προκαλεί το λιγότερο ντροπή σ’ εμάς ως κοινωνία, καθώς αυτοί οι άνθρωποι, από τη στιγμή που δεν μπορούν να «ασφαλίσουν» τον εαυτό τους συνεπώς δεν μπορούν να δηλώσουν τα εισοδήματά τους μιας και ν’ αποδείξουν από πού προέρχονται. Αποτέλεσμα αυτού είναι πως δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στους ίδιους αλλά ούτε και στα παιδιά τους ιατρική περίθαλψη.

Το υπουργείο οικονομικών είχε εντάξει σε νόμιμες υπηρεσίες, μέτρα έκτακτης ανάγκης ως υπηρεσίες ιερόδουλων, όμως δεν κάλυπταν μεγάλο ποσοστό των ατόμων. Η νομιμότητα αυτών των χώρων δημιουργεί κι άλλα προβλήματα, τα οποία αφορούν ακόμα και στον διαχωρισμό των ατόμων που εργάζονται. Δηλαδή, από τη στιγμή που ένας οίκος δεν είναι νόμιμος πως μπορεί κανείς να ξέρει αν τα άτομα που εργάζονται μέσα το κάνουν με τη θέλησή τους ή αν είναι θύματα tr@fficking;

Το πιο αρχαίο επάγγελμα που υπάρχει είναι αυτό του σ@ξεργάτη. Ανά τους αιώνες οι συνθήκες έχουν αλλάξει και πάλι όμως δεν έχουν κάνει ευκολότερη τη ζωή των εργαζομένων. Ίσα-ίσα που η κατάσταση έχει γίνει περισσότερο επικίνδυνη και οι άνθρωποι αυτοί είναι πραγματικά εκτιθέμενοι χωρίς καμία προστασία για εκείνους αλλά και για την οικογένεια που πιθανόν να έχουν ή να θέλουν στο μέλλον να δημιουργήσουν. Οι άνθρωποι αυτοί οφείλουν να προστατευτούν από το κράτος και την κοινωνία ώστε να μπορέσουν επιτέλους να ορθοποδήσουν και να ζήσουν χωρίς το στίγμα της κοινωνίας στις πλάτες τους.

Συντάκτης: Μαρίλια Μυστεγνιώτου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου