Κάθε μέρα ξυπνάμε διαφορετικά. Άλλοτε έχουμε όρεξη, άλλοτε όχι. Άλλες μέρες έχουμε ενέργεια και καλή διάθεση κι άλλες δεν μπορούμε ούτε απ’ τον καναπέ να σηκωθούμε. Όταν έρθει το βραδάκι όμως κι εμείς χρειαζόμαστε λίγη διασκέδαση, τα ξεχνάμε όλα.

Είναι από ‘κείνες τις φορές που μπορεί να προγραμματίζουμε μια έξοδο μέρες ή και βδομάδες ακόμα πριν. Έχουμε φτιάξει ολόκληρο πλάνο στο μυαλό μας και με στρατηγικές κινήσεις, λες και παίζουμε σκάκι, έχουμε τοποθετήσει τους φίλους-πιόνια μας στις κατάλληλες θέσεις, ώστε να μη χαθεί το παιχνίδι-έξοδος και παράλληλα να περάσουμε αυτή τη νύχτα όπως ακριβώς την ονειρευόμασταν.

Σχεδιάζουμε και την παραμικρή λεπτομέρεια φτιάχνοντας ταυτόχρονα κι εναλλακτικά σχέδια σε περίπτωση που κάτι πάει λάθος. Μέχρι εδώ είμαστε καλά. Το μέρος το ‘χουμε βρει, δεν πάει και πουθενά εξάλλου. Το τι θα κάνουμε, κι αυτό το βρήκαμε. Μπράβο μας μέχρι εδώ. Τώρα, όμως, έρχονται τα δύσκολα. Τι θα φορέσουμε; Αναλόγως πού θα πάμε και με ποιους σκεφτόμαστε διάφορα την ώρα που κοιταζόμαστε στον καθρέπτη μας. «Μου πάει αυτό ή με παχαίνει; Όχι, θα βάλω το άλλο, που πάει με τα μάτια μου.» Και κάπως έτσι, έχουμε βγάλει όλη την ντουλάπα πάνω στο κρεβάτι κι έχουμε ξοδέψει καμιά ώρα, μπορεί και δύο, να λέμε στο τηλέφωνο με το κολλητάρι ότι δεν έχουμε τι να βάλουμε. Με τα πολλά, κάποια στιγμή, επιτέλους, θα δηλώσουμε (και λογικά θα νιώσουμε) έτοιμοι για τη μεγάλη έξοδο.

Έλα, όμως, που εκείνη τη στιγμή το σύμπαν γελάει και μας κοροϊδεύει. Μας βλέπει τόσο χαρούμενους που πρέπει να κάνει κάτι να μας το χαλάσει, γιατί αλλιώς θα σκάσει. Χτυπάνε τα τηλέφωνα κι η παρέα ακυρώνει, η μία αρρώστησε κι έχει πυρετό, ο άλλος τελικά δεν έχει αμάξι για να πάμε, ο καιρός μας τα σκάτωσε κι άλλα πολλά μπορεί να συμβούν. Κι εμείς έξω φρενών, βρίζουμε, πετάμε πράγματα και στο τέλος παίζει και να κλαίμε απ’ τα νεύρα μας. Και κάπως έτσι η παρτίδα, που τόσο καλά είχαμε σχεδιάσει, διαλύεται.

Ας δούμε, όμως, και τις φορές που λέγαμε στην αρχή πως δε θέλουμε να αποχωριστούμε το κρεβάτι μας. Άλλο μαρτύριο και τούτο. Να λαχταράμε να μείνουμε σπίτι οι άνθρωποι και να μη μας αφήνουν σε ησυχία. Είμαστε-δεν είμαστε κουρασμένοι, δικαιούμαστε να θέλουμε να σαπίσουμε στον καναπέ βλέποντας σειρές και τρώγοντας ό,τι υπάρχει στο σπίτι. Αμ δε, απανωτά μηνύματα απ’ την παρέα για να βγούμε. Μας παρακαλάνε στην αρχή, λέμε «όχι» και μετά μας το επιβάλλουν. «Άντε, σήκω, κι έχουμε καιρό να βγούμε ως παρέα και δεν περνάμε όσο χρόνο περνάγαμε» και μπίρι-μπίρι μέχρι να μας κάνουν το κεφάλι καζάνι. Και τι να κάνουμε κι εμείς; Λέμε «ναι» με την ελπίδα να το ακυρώσει κάποιος στη συνέχεια. Παρακαλάμε μέσα μας να γίνει κάτι, ακόμα και το μαγαζί να κλείσει, αν χρειαστεί, για να μην ξεκουνήσουμε απ’ τη βολή μας.

Όταν, όμως, περνάνε οι μέρες και στη συνέχεια οι ώρες και κανένας δεν ακυρώνει, αναγκαστικά πρέπει να βρούμε μια καλή δικαιολογία για να κρύψουμε τη βαρεμάρα μας.  Ειδοποιούμε τελευταία στιγμή λέγοντας είτε πως αρρωστήσαμε ξαφνικά είτε πως έχουμε ένα οικογενειακό δείπνο που το είχαμε ξεχάσει, ελπίζοντας αυτό να πιάσει και να μείνουμε σπίτι. Αν πάλι είμαστε αναποφάσιστοι, μπορούμε απλά ν’ αργήσουμε και να το ρίξουμε στην κίνηση. Δε φταίγαμε εμείς, το μποτιλιάρισμα πάντα! Έτσι, ούτε θα τους κρεμάσουμε και θα μείνουμε και λιγότερη ώρα. Όλοι βγαίνουν κερδισμένοι. Απλά να ξέρουμε για την επόμενη φορά που θα βαριόμαστε να ‘χούμε προετοιμάσει απ’ την αρχή μια καλή δικαιολογία.

 

Συντάκτης: Άννα Μπαλάση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη