5,6,7,8 και πάλι απ’ την αρχή. Κάπως έτσι ξεκινάει μια τυπική μέρα στην αίθουσα μπαλέτου. Αρχικά οι χορευτές κάνουν προθέρμανση και στη συνέχεια κατευθύνονται προς την μπάρα. Ξεκινάνε με πλιέ –βασική άσκηση– και συνεχίζουν με ό,τι τους ζητηθεί. Όσο περνάει η ώρα, τα πόδια τους παίρνουν φωτιά, δεν τα αισθάνονται καν και τα χέρια τους τρέμουν. Όμως εκείνοι, όση κούραση κι αν νιώθουν, δεν το δείχνουν. Κρατούν το πιγούνι ψηλά και χαμογελούν.

Μετά την μπάρα σειρά έχει το κέντρο. Οι χορευτές στέκονται στη μέση, κοιτάζουν τον καθρέφτη και γεμάτοι αυτοπεποίθηση ξεκινάνε να προβάρουν τις πιρουέτες, που τόσο θέλουν να τελειοποιήσουν. Φυσικά, υπάρχουν εκατοντάδες ασκήσεις που επιδιώκουν να βγάλει εις πέρας, αλλά δε θα σταθούμε σ’ αυτές.

Οι χορευτές καλούνται καθημερινά να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, υπό το άγρυπνο βλέμμα του/της χορογράφου, να κοπιάζουν, να ιδρώνουν και να πονούν προσπαθώντας να ισορροπήσουν ή μάλλον να νικήσουν τη βαρύτητα, που οι υπόλοιποι δεν μπορούν. Παρά τον πόνο και το αίμα στα δάχτυλα των ποδιών δεν το βάζουν κάτω, δε σταματάνε ποτέ.

Κάθε μέρα, όσο προετοιμάζονται, ξέρουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν κι όμως, είναι αυτό που αγαπούν πιο πολύ να κάνουν. Δεν τους ενδιαφέρει η κούραση, ούτε οι θυσίες που απαιτούνται για να καταφέρουν να γίνουν (οι) καλύτεροι. Αυτός είναι κι ο στόχος τους, εξάλλου· να ξεπεράσουν όχι μόνο τους υπόλοιπους, αλλά να υπερβούν τον ίδιο τους τον εαυτό, τα όρια και τις αντοχές τους.

Για τους περισσότερους, ο χορός είναι διασκέδαση, είναι μέσο ψυχαγωγίας· όχι όμως για εκείνους. Γι’ αυτούς είναι η ζωή τους, είναι ο λόγος που ξυπνούν το πρωί, είναι τα όνειρα που κάνουν, είναι οι προσδοκίες που έχουν κι ο πόνος που επιβάλλουν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Οι άνθρωποι που χορεύουν, που τολμούν να δοκιμάσουν αυτό το άθλημα μοιάζουν με πλάσματα μαζοχιστικά. Πραγματικά, δε θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε αλλιώς, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις που να περιγράφουν την ταυτόχρονη αγάπη κι ευχαρίστηση που λαμβάνουν την ίδια στιγμή που πονούν και φτάνουν τον εαυτό τους –ψυχικά και σωματικά– στα άκρα.

Οι χορευτές έχουν και μια άλλη οπτική για τον κόσμο. Τον βλέπουν με διαφορετικά μάτια. Από μικρή ηλικία έχουν μάθει να πειθαρχούν, να υπομένουν και να μην το βάζουν κάτω. Άνθρωποι γενναίοι, εσωστρεφείς κι ίσως λίγο μοναχικοί. Έχουν μάθει να δουλεύουν μόνοι, να προπονούνται μέρα-νύχτα, να κάνουν φίλο τους τον πόνο και να στηρίζονται μόνο στα δικά τους πόδια. Όσες φορές και να πέσουν, ξανασηκώνονται, δεν τα παρατάνε. Η πίεση δεν τους τρομάζει, αγαπάνε τις προκλήσεις και τον ανταγωνισμό.

Μ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζουν και την καθημερινότητά τους, όσους συναναστρέφονται και τις δυσκολίες που προκύπτουν. Γνωρίζουν πολύ καλά τι πάει να πει «θυσία», θυσιάζοντας συνεχώς υλικές απολαύσεις αλλά και την κοινωνική τους ζωή. Παλεύουν για κάτι ανώτερο, για κάτι όμορφο και δε διστάζουν να το βάζουν ξανά και ξανά στην πρώτη θέση.

Το μπαλέτο είναι μια μικρογραφία της ζωής. Σου διδάσκει πολύτιμα μαθήματα, αλλά σου παρέχει και τα εργαλεία για να επιβιώσεις στον έξω κόσμο. Οι πουέντ είναι η σκληρότητα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και τα πόδια μας αντιπροσωπεύουν την ψυχική δύναμη που καλούμαστε να προβάλλουμε, για να αντέχουμε. Η όρθια πλάτη είναι η στήριξη κι η πίστη σε μας, το σηκωμένο κεφάλι η αυτοπεποίθησή μας και τα χέρια η ισορροπία στη ζωή. Αν δεν υπήρχαν τα χέρια, τότε όλη αυτή η προσπάθεια θα κατέληγε στο πάτωμα. Έτσι και στη ζωή, αν δεν υπάρχει ισορροπία, τότε όλα καταρρέουν, κι όσο και να προσπαθούμε να ορθοποδήσουμε είναι ακατόρθωτο.

Όπως η μπαλαρίνα επιμένει και προσπαθεί να ‘ναι τέλεια για να δεχτεί το χειροκρότημα και την αποδοχή του κοινού, έτσι κι εμείς παλεύουμε να βρούμε την αγάπη και την ολοκλήρωση στο καθετί που κάνουμε. Γιατί, στο τέλος, μετρά το πώς αισθανόμαστε εμείς με τον εαυτό μας. Μόνο όταν μας αγαπάμε μπορούμε να δεχτούμε και το χειροκρότημα. Όταν πέσει η αυλαία, το κοινό χάνεται και στα αποδυτήρια αντικρίζουμε μονάχα εμάς. Δεν υπάρχουν ούτε ρόλοι ούτε κοστούμια πια.

Αν είμαστε, λοιπόν, ευχαριστημένοι απ’ τον εαυτό μας, δικαιούμαστε να μας χειροκροτήσουμε για ό,τι έχουμε πετύχει.

 

Συντάκτης: Άννα Μπαλάση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη