Όλοι θυμόμαστε την περίοδο της ζωής μας εκείνη, που ξεκινήσαμε τα πρώτα μαθήματα ξένης γλώσσας και κατά πάσα πιθανότητα αφορούσαν την εκμάθηση της αγγλικής. Την πρώτη, άγνωστη σε σχέση με τη μητρική μας γλώσσα. Σίγουρα το φροντιστήριο, αν δεν έκανες ιδιαίτερα, είχε σε κάποιο τοίχο του τη χαρακτηριστική φωτογραφία του κόκκινου τηλεφωνικού θαλάμου που, μεταξύ μας, έμοιαζε λίγο τρομακτικός. Ακόμα ντροπαλοί, υπό την καθοδήγηση των γονιών μας, κουρασμένοι από το σχολείο και τις δραστηριότητες, βρισκόμασταν αντιμέτωποι με ανώμαλα ρήματα και λέξεις που προφέρονται διαφορετικά από τις δικές μας, από αυτές που είχαμε συνηθίσει και νιώθαμε άνετα να προφέρουμε.

Όταν από εκείνο το στάδιο της χρονοβόρας διαδικασίας, μεταφερθήκαμε στη συνειδητή επιλογή μάθησης μιας ξένης γλώσσας, υπήρξε σίγουρα το σημάδι ότι μεγαλώσαμε. Αυτό γιατί, επιλέγοντας μόνος σου να μάθεις μια ακόμη ξένη γλώσσα, ανοίγεις το παράθυρο για έναν κόσμο που δε γνωρίζεις. Κι έχει τρομερή αξία διότι όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρεις ελεύθερο χρόνο. Μια ώρα μέσα στην ημέρα, μοιάζει σαν μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό. Κι όμως, στην επιφορτισμένη καθημερινότητα, επιλέγεις να επενδύσεις χρόνο και χρήματα για να μάθεις κάτι από την αρχή. Μήπως φταίει ότι ανακαλύπτουμε ακόμα την ταυτότητά μας;

Σίγουρα μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα, ανοίγεις και πόρτες για επαγγελματικές επιλογές. Μπορεί αυτή η επιλογή να σου προσφέρει μια θέση εργασίας που δεν είχες σκεφτεί, ενώ αν η καριέρα σου είναι στον δημόσιο τομέα, σίγουρα θα μοριοδοτηθείς κιόλας. Έπειτα, κατά τη διάρκεια της εκμάθησης, οι σχέσεις με τους καθηγητές σου γίνεται σύνδεση αδιάρρηκτη. Ο ένας να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση στον άλλο και μάχεστε για έναν κοινό σκοπό. Άλλο ένα μαγικό που κάνει η μάθηση.

Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Όταν αναφερόμαστε σε ξένες γλώσσες, σίγουρα υπάρχει κάτι που ξύπνησαν μέσα μας και θελήσαμε να τις κάνουμε κομμάτι μας. Ίσως ήταν ένα ταξίδι που κάναμε σε κάποια ιταλική πόλη κάποτε, ίσως είναι ένα ισπανικό τραγούδι που ακούσαμε, ίσως οι αφηγήσεις κι οι αναμνήσεις των ανθρώπων μας για μέρη μακρινά, ίσως εαυτό το κάτι ξωτικό που θελήσαμε να ανακαλύψουμε. Ίσως ήταν η μεγάλη μας επιθυμία να διαβάσουμε έναν λογοτέχνη στη μητρική του, ή να επεξεργαστούμε κείμενα που μας ενδιαφέρουν. Ο καθένας μας έχει διαφορετικούς λόγους και δεσμούς με την επιλογή του.

Η μαγεία της γλώσσας είναι τέτοια: Σε ταξιδεύει, νοερά σε χώρες και κουλτούρες που ίσως δε γνωρίζεις καθόλου ή ελάχιστα. Όταν μιλάς μια ξένη γλώσσα, είτε είναι η πρώτη που έμαθες είτε η τελευταία, φοράς μια μάσκα και προσπαθείς να ανταποκριθείς στους επιτονισμούς, στις κινήσεις, στο χιούμορ των ανθρώπων αυτών. Είναι δύσκολη πίστα όμως, να εκφράζεσαι σε λέξεις άγνωστες, λέξεις μακρινές. Μερικές φορές αποτελεί και διαρκή αγώνα, να εξηγήσουμε τι νιώθουμε, ακόμα κι όταν είναι στη μητρική μας γλώσσα. Άλλωστε, γιατί καμιά φορά λέμε πιο εύκολα «I love you» από «σ’αγαπώ»;

Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι ένα συνεχές ταξίδι. Απολαμβάνεις τη διαδρομή, την οποία χαράζεις εσύ. Με τους ανθρώπους, τις καταστάσεις και τις εμπειρίες που αποκτάς σε αυτό το διάστημα. Και σίγουρα, φτάνοντας στην Ιθάκη, και μπορώντας πια να πεις με βεβαιότητα ότι κατέχεις μια άλλη γλώσσα, ξέρεις πως δε σε γέλασε. Ας βάζουμε στόχους και ας παλεύουμε σκληρά γι’ αυτούς, λοιπόν. Δεν έχει σημασία σε ποια ξένη γλώσσα θα επιλέξεις να επενδύσεις. Ίσως είναι τα ιταλικά, τα γερμανικά, τα αραβικά, καμία σημασία δεν έχει. Σημασία έχει πως θα μπορείς να πεις το «σ’ αγαπώ» και σ’ άλλη γλώσσα. Δεν είναι αυτό σπουδαίο;

Συντάκτης: Σοφία Ρουμελιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου