Λένε πως όταν ο φόβος σου χτυπάει την πόρτα, τα θέλω τρέχουν να κρυφτούν κάτω από το κρεβάτι. Όταν, μάλιστα, ο φόβος φέρνει μαζί του, την ανασφάλεια, τότε τα πράγματα για τα θέλω σου χειροτερεύουν. Τι απογίνονται, άραγε, τα πάθη μας, τα όνειρά μας αλλά κι οι σχέσεις μας όταν φοβόμαστε;

Μέσα από το συναίσθημα του φόβου αλλά και της ανασφάλειας, πράττουμε κατά κύριο λόγο λανθασμένα. Ο φόβος ουσιαστικά λειτουργεί σαν πλύση εγκεφάλου, η οποία, όχι μόνο μας φέρνει σε κατάσταση απραξίας αλλά μας εμποδίζει από το να πάρουμε τη σωστή απόφαση αν καταφέρουμε να «κουνηθούμε». Αν πράξουμε λοιπόν λάθος, τότε θα έρθει η ανασφάλεια να μας κατηγορήσει κι οι ενοχές να χειροτερεύσουν την ψυχική μας κατάσταση.

Ένα συχνό ερωτικό φαινόμενο που προκύπτει από συναισθήματα όπως ο φόβος κι η ανασφάλεια, είναι η διατήρηση σχέσεων που ξέρουμε πως θα οδηγήσουν σ’ αδιέξοδο, πόνο ή στεναχώριες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπερδευόμαστε μεταξύ μας, να μην προσφέρουμε ο ένας στον άλλον όσα έχουμε ανάγκη αλλά ν’ εγκλωβιζόμαστε σε μια κατάσταση που δε μας αρέσει. Κι όλο αυτό, από φόβο μην ερωτευθούμε, αγαπήσουμε, νιώσουμε, και μια μέρα γυρίσει ο κόσμος μας 360 μοίρες και χάσει μια ολόκληρη στροφή -λόγω ενός χωρισμού, μιας απιστίας ή απώλειας. Ένα συχνό φαινόμενο επίσης των παραπάνω δυο παραγόντων, είναι να μένουμε σε φιλίες που δε μας καλύπτουν και δε μας ωθούν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, φίλοι, σύντροφοι.

 

 

Ανεξαρτήτως σχέσεων, όσο κατοικεί μέσα σου ο φόβος, μέσα στη μέρα θα περνάς από εκατομμύρια «μην τυχόν», τα οποία στο τέλος της θα σου προσφέρουν περισσότερη ενόχληση παρά σιγουριά. Και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν οι σχέσεις σου ή οι γύρω σου αν δεν αλλάξεις πρώτα εσύ. Αν δεν καταλάβεις το λάθος σου, δεν αντιμετωπίσεις τις φοβίες σου και δεν πάρεις πρακτικά μέτρα για ν’ αλλάξεις (όπως π.χ. να ξεκινήσεις ψυχοθεραπεία, διαλογισμό, ταξίδια).

Η ψυχολογία αναφέρει πως για να τα πας καλά μ’ έναν άλλον άνθρωπο θα πρέπει πρώτα να τα πηγαίνεις καλά με τον εαυτό σου. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που δεν μπορούν με τίποτα να τα βρουν με τους εαυτούς τους για τον Α-Β λόγο και προτιμούν να ψάξουν για ανθρώπους που θα τους εμπνεύσουν.

Να δημιουργήσουν σχέσεις με όραμα, σχέσεις με μια κίνηση, σχέσεις που θα τους βγάλουν από τη δύσκολη θέση του «εγώ» και θα τους πάνε στη θέση του «εμείς» -ώστε όποια ευθύνη κι αν προκύψει να έχουν κάποιο άτομο να τη μοιραστούν. Το να αναζητάς τέτοιου είδους σχέσεις, ενώ δεν έχεις λύσει το θέμα με τους προσωπικούς σου φόβους, δεν είναι απαραίτητα κακό. Αντιθέτως, δείχνει πως προσπαθείς, όταν ο εαυτός σου δε θέλει να το κάνει. Αυτό που είναι κακό, είναι να στηρίζεσαι εξ ολοκλήρου στη σχέση για να αισθανθείς καλύτερα.

Οι άνθρωποι που επιλέγουμε να είναι στη ζωή μας, είναι εκεί να μας απελευθερώνουν και να μας γεμίζουν -κάπως- τις φορές που εμείς αδειάζουμε συναισθηματικά και χρειαζόμαστε λίγη αγάπη παραπάνω. Αυτό ωστόσο δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία, ούτε να μας ωθεί στο να περιμένουμε την αγάπη για να νιώσουμε ολοκληρωμένοι.

Μια σχέση είτε φιλική είτε ερωτική, αφού είναι γεμάτη φόβους κι ανασφάλειες, δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι πέρα από μεγαλύτερες φοβίες και issues διαφόρων ειδών. Οι άνθρωποι φοβόμαστε τ’ άγνωστο κι αυτό είναι δεκτό. Όμως, ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως το άγνωστο είναι χειρότερο ή καλύτερο από αυτό που ζούμε;

Δεν πρέπει να ζούμε με το «μην τυχόν» πρέπει να ζούμε με την πρόταση που συνοδεύεται πριν από το μη τυχόν. Εκεί αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Ας πούμε, στη φράση «Δε με κάνει ευτυχισμένο, αλλά είμαστε μαζί μην τυχόν και αλλάξει…», πρέπει να κρατάμε το «δε με κάνει ευτυχισμένο» και να προχωράμε. Τα «μην τυχόν» είναι μια παραπλάνηση για να συνεχίσει το μυαλό μας να τρέφεται με δικαιολογίες, ώστε να μη χωρίσει κι αναγκαστεί να ζήσει κάτι καινούριο.

Πρόσεξε, δεν κρίνουμε τους ανθρώπους, μιλάμε για τις πράξεις τους, για εκείνα που συνηθίζουν να πληγώνουν, για φόβους κι ανασφάλειες.  Οι σχέσεις είναι σαν τα σπίτια, χρειάζονται γερά θεμέλια για ν’ αντέξουν και ζεστασιά για να ομορφύνουν. Ζεστασιά την οποία μόνο οι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν, άνθρωποι διόλου φοβισμένοι.

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου