Όσο μεγαλώνουμε οι κίνδυνοι γίνονται ολοένα και πιο αντιληπτοί. Αρχίζουμε ξαφνικά να μη φοβόμαστε μόνο για εμάς αλλά και για τους γύρω μας. Γινόμαστε υπερπροστατευτικοί γιατί θέλουμε το καλό μας, μέσα από το δικό τους καλό. Κι ακριβώς μέσα από την ίδια αντίληψη του κινδύνου, αντιλαμβανόμαστε ποσό σημαντικοί είναι οι άνθρωποι γύρω μας. Η οικογένειά μας, οι φίλοι μας ή κι ο συνδυασμός τους.

Στο πλαίσιο λοιπόν της ενήλικης φιλίας, με κάποιον φίλο παιδικό, συνεχίζεις και να χαίρεσαι με τη χαρά του και να λυπάσαι με τη λύπη του, απλώς πιο συγκρατημένα. Ενδιαφέρεσαι να είναι καλά, τον βοηθάς, τρέχεις για τα δικά του, μένεις άγρυπνος αν χρειαστεί και προσπαθείς μέσω πραγμάτων και μέσων που διαθέτεις να τον ικανοποιήσεις. Ακόμη κι αν αυτό είναι να του προτείνεις μια δουλειά στην οικογενειακή επιχείρηση. Μια φοβερά επίφοβη και πολύ ρισκαδόρικη ιδέα, γιατί βασίζεται σε μια ανάμνηση που έχουμε για τη σχέση των φίλων με τους γονείς, υπό εντελώς άλλο πρίσμα. Μένουμε στην εικόνα που έχουμε για το πόσο καλά τα πήγαιναν οι γονείς μας όταν ήμασταν μικροί με τους φίλους μας, στο ζεστό τοστ, στο μεσημεριανό και τον φυσικό φρέσκο χυμό που προσέφεραν με χαρά μετά το παιχνίδι. Μπορούν τώρα όλα αυτά να γίνουν ένας μισθός στο τέλος του μήνα από τους γονείς μας προς το φιλαράκι μας όμως; Οι γονείς αλλά κι οι παππούδες που συμπεριφέρονταν στον φίλο μας σαν δικό τους παιδί μπορούν να διατηρήσουν τέτοια σχέση κι από την πλευρά της εργοδοσίας;

Τα πράγματα έχουν αλλάξει, η ηλικία έχει αλλάξει, ο επαγγελματικός προσανατολισμός έχει αλλάξει, η παιδική σύνδεση δεν είναι πια τόσο παιδική. Υπάρχει, όμως, μια ευκρινής διαφορά ή ένα κενό αέρος θα έλεγε κανείς, ανάμεσα στις επαγγελματικές και τις προσωπικές σχέσεις που δεν αλλάζει, ανεξάρτητα με το ποιος βρίσκεται στη μία άκρη της τραμπάλας και την άλλη. Αντίστοιχα, όταν διαθέτεις μια επιχείρηση, καλείσαι συχνά ν’ αντιμετωπίσεις μια κατάσταση με ώμο επιχειρηματικό μυαλό, δίχως συναισθηματισμούς. Αρκετοί επαγγελματίες έχουν αυτή τη στάση ακόμη κι απέναντι στα ίδια τους τα παιδιά, πόσω δε μάλλον στους υπόλοιπους. Και ναι, μπορεί οι γονείς σου με το φιλαράκι σου να τα πηγαίνουν θαυμάσια, όμως τι θα γίνει όταν έρθει να σου πει για πρώτη φορά πως έκανε μια βλακεία στη δουλειά; Πως το αφεντικό είναι για μπάτσες γιατί δε δίνει άδεια, όταν το αφεντικό είναι ο μπαμπάς σου; Κάποιες φορές η κριτική μπορεί να γίνει σκληρή. Μπορεί να μιλήσουν εκατέρωθεν για επαγγελματισμό και να πληγώσουν. Πιστεύεις πως μια τέτοια μορφή σχέσης, μπορεί να τη διαχειριστεί ο παιδικός σου φίλος χωρίς ν’ αλλάξει κάτι μεταξύ σας; Ή εσύ ο ίδιος, μπορείς να διαχειριστείς το να βρίσκεσαι στη μέση και να κρατάς μυστικά κι από τους δύο;

Ας ξεκαθαρίσουμε πως όταν η φιλία ή η οικογένεια μπλέκεται και σ’ έναν επαγγελματικό τομέα, τότε υπάρχουν χιλιάδες κίνδυνοι. Τα συναισθήματα θα μπουν σε μια ζυγαριά: άλλοτε θα είναι εκνευρισμού, άλλοτε κούρασης, έπειτα είναι κι η σχέση εξουσίας. Ποιος είπε τι, ποιος έκανε τι, έγιναν όλα δίκαια; Και στην τελική, γιατί ναι πρέπει να σε νοιάζει; Κι όμως θα πρέπει, αφού, εσύ τους έδεσες κόμπο στη δουλειά, όμως δεν μπορείς να είσαι κι εκείνος που θα τους λύσει. Είσαι έτοιμος να μείνεις εκτός γηπέδου όταν παίζουν οι αγαπημένοι σου; Είσαι έτοιμος να μην πάρεις θέση αλλά και να σταματήσεις πια να μιλάς με το κολλητάρι σου για τα επαγγελματικά του; Είσαι έτοιμος να ζυγίζεις τα λάθη της οικογένειάς σου πιο αυστηρά; Είσαι έτοιμος να δημιουργήσεις μια επίφοβη σχέση ανάμεσα σε δυο σημαντικά σου άτομα που αν εκραγούν, θα σκάσουν κι εσένα; Αν έχεις σκεφτεί όλα τα παραπάνω και πιστεύεις πως όλοι οι χαρακτήρες θα έχουν μόνο θετική επιρροή ο ένας στον άλλο, τότε γιατί να μην το κάνεις; Να θυμάσαι όμως, πως και στις καλύτερες επιχειρήσεις με τους πιο σωστούς εργοδότες, ένας σχολιασμός μπορεί να στοιχίσει λύπη, στεναχώρια κι απογοήτευση. Αντέχεις να μην μπορείς να βοηθήσεις τον φίλο σου;

Αν όχι, τότε μην το κάνεις. Δε μιλάμε πια για ένα τραπέζι στο σπίτι με καρτούν, καρό τραπεζομάντιλα και τοστάκια. Μιλάμε για γραφεία, ειδικότητες, επαγγελματισμό και μέλλον. Γι’ αυτό, αν θέλεις να βοηθήσεις το φιλαράκι σου, φτιάξτε μαζί βιογραφικά. Γι’ αλλού όμως.

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου