Η αδιαφορία κάποτε ήταν το νούμερο ένα συστατικό που προσθέταμε στη λίστα των χειριστικών συμπεριφορών, κάθε φορά που κάποιος μάς θύμωνε ανεξαρτήτως εάν αυτή η τακτική έπιανε ή όχι. Έτσι, πολλές φορές βρεθήκαμε και να συμβουλεύουμε κάποιον και να μας συμβουλεύει να αδιαφορήσουμε ως το καλύτερο σενάριο που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε. Υπάρχουν επίσης χιλιάδες εκφράσεις και προτάσεις που σε συμβουλεύουν πώς να το παίξεις αδιάφορος. Άρα δεν είναι καν ότι προσπαθούμε να είμαστε, είναι ότι απλώς αρκεί να δείχνουμε αδιάφοροι.

Η αδιαφορία και το «σταμάτα να ασχολείσαι» είναι συνώνυμα μα το να λες σε κάποιον «σταμάτα να σκέφτεσαι». Δεν έχει σημασία εάν είναι ερωτευμένος ο άλλος, αδικημένος, θιγμένος, θυμωμένος, απογοητευμένος ή όλα μαζί. Είναι σαν το παράδειγμα με την αγελάδα. Αν σου πω να μη σκεφτείς μια αγελάδα, δεν είναι το μόνο που θα σκέφτεσαι η αγελάδα; Ο σωστός τρόπος για να βοηθήσεις κάποιον δικό σου, ή ακόμη και τον εαυτό σου, είναι να μπεις στην αιτία πιο βαθιά, λοιπόν και πιο ουσιαστικά, από το να προσπαθείς να κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό λέγοντάς του μικρά ποιηματάκια με θέμα την αδιαφορία.

Συχνά οι άνθρωποι κουβαλούν μαζί τους μια πελώρια αλυσίδα της μέχρι τότε ζωής τους. Έτσι λοιπόν, πολλά γεγονότα που έχουν βιώσει μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο ακόμη και σήμερα, από μια απώλεια, μια άσχημη ανάμνηση, μέχρι μια δυνατή περιπέτεια που του έχει στοιχίσει. Η συμπεριφορά του άλλου προσώπου λοιπόν, θα μπορούσε να κρύβει πολλές μικρές ιστορίες πίσω από την όψη που αποκαλύπτει σε εμάς που αισθανόμαστε ενδεχομένως την απόρριψη βιώνοντάς την, γιατί η ανάγκη να δείξεις ότι αδιαφορείς χωρίς να το αισθάνεσαι, αυτό κρύβει από πίσω.

Κι αυτές τις ιστορίες είναι που πρέπει να κατανοήσουμε, χωρίς να τις ξέρουμε απαραίτητα, για να περάσουμε πάνω από την προβληματική συμπεριφορά κι όχι να τη μιμηθούμε. Διαφορετικά θα θυμώσουμε, θα βγούμε εκτός ορίων, θα χαλάσουμε την ήρεμη σκέψη μας, θα επιβάλλουμε στο σώμα μας να υποστεί στρες κι όλο αυτό γιατί; Για να το παίξουμε αδιάφοροι γιατί νιώθουμε ότι έτσι θα περάσουμε ένα μήνυμα. Για να το παίξουμε ανώτεροι από το να ασχοληθούμε με το πώς όντως θα είμαστε.

Η λύση είναι μια κι αρκετά πιο εύκολη από όλα τα αλλά που αναφέραμε. Αφορά στο να μην παίρνεις μέσα σου αυτό που εν τέλει θέλεις να αποβάλλεις. Κατανόησε τον άλλον σε ανθρώπινο επίπεδο κι άσε τον θυμό έξω από σένα. Δέξου πως δεν είσαι εσύ το πρόβλημα χωρίς να σημαίνει ότι είναι ο άλλος. Μπαίνοντας για λίγο στα παπούτσια του ανθρώπου όπου σε θύμωσε, ίσως να αντιδρούσες κι εσύ έτσι. Μα δεν είναι έξυπνο να κάνεις προσωπική μάχη με κάτι που δεν αφορά στον εαυτό σου. Δε γνωρίζεις τι του συμβαίνει, δε χρειάζεται να λύσεις τους γρίφους του και σίγουρα δεν μπορείς να τον κρίνεις για τα 5-10 λεπτά του που τον βλέπεις να περνάει την κρίση του.

Κάπως έτσι βοηθάς τον εαυτό σου να γίνει πιο αντικειμενικός, χωρίς όμως να ζει το δράμα κάποιου άλλου και χωρίς να χρειάζεται να ζοριστείς να έχεις μια συμπεριφορά που δε θέλεις. Να γίνεις πιο ανθρώπινος και σίγουρα πιο λογικός. Μπορείς λοιπόν να ξεκινήσεις να βρίσκεσαι σε έναν κόσμο που εσύ ο ίδιος- καθώς όλο αυτό βοηθάει εσένα ως χαρακτήρα κι ύστερα τον απέναντι- που ο θυμός, η αδιαφορία, η κριτική, η μικρές αντιδράσεις των άλλων, θα είναι των άλλων χωρίς να χρειάζεται να ασχοληθείς με αυτές. Δε θα δείξεις ότι τις προσπερνάς, όντως θα το κάνεις. Γιατί κατανόηση δε σημαίνει κι αποδοχή ταυτόχρονα, σημαίνει αντίληψη. Καταλαβαίνεις κάτι κι επιλέγεις σε τι θέση θα το έχεις μέσα σου. Εσύ όμως επιλέγεις.

Ξεκινά από σήμερα ή από την επόμενη φορά που κάποιος θα κάνει ή θα πει και θα σε ενοχλήσει. Σώπασε για 1 λεπτό, σκέψου μια ερώτηση που ενδεχομένως θα βοηθούσε εσένα, κι ύστερα προσπάθησε -εάν είναι κάποιος γνωστός σου ή κάποιος που θέλεις πραγματικά να βοηθήσεις- να θέσεις την ίδια ερώτηση με όμορφο τρόπο σε εκείνον. Κι αν δεν επιθυμεί να μοιραστεί τη σκέψη του, ή αν αδυνατεί εκείνη τη στιγμή να επικοινωνήσει, επίλεξε να απομακρυνθείς. Όχι για να δείξεις αδιάφορος. Γιατί θα ξέρεις ότι δεν είναι δικό σου θέμα έτσι ώστε να το κουβαλάς στους ώμους σου. Οι άνθρωποι, άλλωστε, όταν θέλουν, κάνουν. Όταν δε θέλουν, λένε.

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου