Όσο περνάνε τα χρόνια κι οι βόλτες με τους φίλους μας αραιώνουν, οι κοινές έξοδοί μας γίνονται όλο και πιο αξέχαστες. Τα μεσημέρια και τα βράδια με την παρέα μας φτιάχνουμε αναμνήσεις, που με τον καιρό αποκτούν θρυλικές διαστάσεις. Ο χρόνος που περνάμε μαζί τους μένει άθικτος κι όμορφος. Ακόμα κι όταν συγκρουόμαστε για τον ανανά στην πίτσα και το μπισκότο στη βάφλα, με μαγικό τρόπο καταλήγουμε με άδεια πιάτα και γεμάτες κοιλιές. Όσο πιο καλά γνωριζόμαστε, βέβαια, τόσες λιγότερες συγκρούσεις έχουμε για το φαγητό και τον καφέ.

Άλλωστε, και ποιος δεν είναι λάτρης των παραπάνω; Διότι, αν δεν είσαι του καφέ, είσαι σίγουρα του φαγητού. Ή έστω του επιδορπίου, δε θα τα χαλάσουμε εκεί, αρκεί τα πιρούνια και τα κουτάλια να δουλεύουν. Κι αφού έχουν προηγηθεί οι απαραίτητες διαπραγματεύσεις, οι διαφωνίες κι οι συμβιβασμοί με το κολλητάρι μας για τοποθεσία κι επιλογή φαγητού και ποτού, έρχεται η ώρα της λυπητερής. Της πληρωμής, αν προτιμάτε. Τη στιγμή που η παρέα μας ζητάει να πληρώσει ξεχωριστά και κάνει κίνηση να βγάλει πορτοφόλι.

Όπα, όμως! «Κολλητέ, ξέχασες πως σου χρωστάω κέρασμα;» Τι πάει να πει «ξεχωριστά»; Στην αρχή, ξέρω, σου ακούγεται λες και παίρνουν διαζύγιο η βάφλα κι η νουτέλα. Για μερικά ευρώ ξεκινάει μια –επικών διαστάσεων– φιλική διαμάχη πάνω απ’ το τραπέζι της καφετέριας. Μία σύγκρουση με θεατές τους γύρω σας, και γκεστ πέντε σερβιτόρους να κοιτάνε ποιος θα πρωτοπληρώσει.

«Εγώ θα πληρώσω!»

«Όχι, εγώ!»

Η ώρα περνάει, η ένταση των φωνών ανεβαίνει, κι αρχίζεις με διάφορες στρατηγικές σου να πείσεις τον ξεροκέφαλο απέναντί σου. Επικαλείσαι ηλικία, ύψος, μέχρι κι Ε9· οτιδήποτε χρειαστεί για να τον πείσεις να πληρώσεις εσύ. Ας το παραδεχτούμε: θέλουμε έτσι να δείξουμε την ευχαρίστησή μας. Να ανταποδώσουμε με έναν μικρό τρόπο κάτι που έκανε για μας, σαν δείγμα ευγνωμοσύνης. Είναι το κολλητάρι μας, και καμιά φορά αυτό αρκεί από μόνο του ως λόγος κεράσματος.

Φυσικά κάποια στιγμή φτάνει ο σερβιτόρος, κι είναι επόμενο να τον βάλεις κι εκείνο στο παιχνίδι. Οι χιλιοειπωμένες ατάκες περιλαμβάνουν από επίκληση στην ταχύτητα που βάζεις τα λεφτά στο χέρι του, ως τα γενέθλια που τάχα έχεις, ή έστω ότι θυμήθηκες κάποια παλιά κι ανεξόφλητη υποχρέωση. Και τι να πει κι ο κακομοίρης ο σερβιτόρος; Πού να γνώριζε, όταν ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τη βάρδιά του, πως δύο τρελάρες θα τσακωνόντουσαν πάνω από δέκα λεπτά για τον λογαριασμό; Γιατί κάπου τόσο, κατ’ ελάχιστο, κρατάει ένας φιλικός τσακωμός.

Μόνο όταν γίνει ξεκάθαρο ότι δε θα φύγετε από εκεί αν δεν πληρώσεις επέρχεται ανακωχή. Και για να καλμάρεις τα νεύρα του απέναντι, ξεκινάς τα γλυκόλογα. Δήθεν τυχαία αναφέρεις ότι προτιμάς να κάνει εκείνος οικονομία που το ‘χει με τα χρήματα, ενώ αν δεν πιάσει, τονίζεις σε επιτακτικό τόνο ότι σε πρόσβαλε που ζήτησε να πληρώσει ξεχωριστά από ‘σένα, γιατί, όπως και να το κάνουμε, σήμερα έτσι ένιωθες.

Το ζήτημα του λογαριασμού ταλαιπωρεί όλες τις καλές παρέες. Από καφέδες μέχρι ρακές και τσίπουρα, το άσπρο χαρτάκι στο τέλος αρκεί για να δεις διαφωνίες που κάνουν το μεσανατολικό να ωχριά μπροστά τους. Μια εσύ, μια αυτός, μια κι οι δύο μαζί αλλά όχι χωριά, πάντα θα βρεθεί χρέος για την επόμενη φορά, όλο και κάποιο στοίχημα θα βάλετε με όρο το κέρασμα. Χώρια που όλο και κάτι θα ‘χετε ξεχάσει να πληρώσετε, κι η στιγμή του λογαριασμού είναι πάντα η καταλληλότερη για να μηδενίσει το κοντέρ.

Πάνω απ’ όλα, όμως, μένει η ευχαρίστηση. Εκείνη η χαρά που παίρνουμε εμείς οι ίδιοι όταν βλέπουμε την παρέα μας να χαίρεται που την έχουμε κεράσει. Γιατί μέσα τους, πάντα, παρά τους τσακωμούς στη μέση της καφετέριας και του κρασάδικου, γνωρίζουν πως η κίνηση αυτή μας ικανοποιεί όλους· εμάς που κερνάμε λίγο περισσότερο.

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη