Ο χωρισμός θα μπορούσε να θεωρείται ένας ολόκληρος κλάδος ανατομίας του έρωτα και της ψυχολογίας μας, ένας κλάδος στον οποίο οι ερωτευμένοι, αλλά και οι χωρισμένοι, θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην τελική υπόθεση και κατάληξη των συντρόφων τους. Ένας χωρισμός, τις περισσότερες φορές, χρειάζεται μεγαλύτερη επεξήγηση από ό,τι μια μακροχρόνια σχέση. Αυτή η απορία της επεξήγησης αρχίζει να σχηματίζεται στο κεφάλι μας, όταν βλέπουμε πράγματα τα οποία δεν είχαμε συνηθίσει να ζούμε είτε δε θέλαμε να αντικρίσουμε από τον σύντροφό μας. Τι συμβαίνει και τι σημαίνει όμως όταν εμείς οι ίδιοι γινόμαστε άλλοι άνθρωποι ύστερα από τον χωρισμό;

Μια σχέση, ένα φλερτ, ίσως και μια ελεύθερη σχέση, μπορεί να προκαλέσει πολλά και δυνατά αισθήματα. Μπορείς να χάσεις και να βρεις τον εαυτό σου μέσα σε έναν έρωτα, πάνω από μία φορές, σαν να παίζετε κρυφτό οι δυο σας και να τα φυλάς μόνιμα εσύ. Μπορείς επίσης να σταματήσεις να κάνεις πράγματα που συνήθιζες να κάνεις, για να μην ενοχληθεί το ταίρι. Μπορείς εύκολα όμως να βρεις το ταίρι σου και να χάσεις για τα καλά τον εαυτό σου, που είναι λες και χώνεται σε κάτι σκοτεινές γωνίες και σχεδόν ξεχνάς ότι έπρεπε να τον ψάξεις. Κι αυτός ξανακάνει εμφάνιση, μόνο εάν χωρίσεις.

Όταν λοιπόν βρίσκεσαι σε μια στιγμή χωρισμού, έρχεται και σου κάνει «τζα» μια γνωστή άγνωστη καθημερινότητα, που ενώ πιο πριν την ακύρωνες στα ίσα, τώρα θέλεις να τη ζήσεις. Ίσως πριν μήνες να κορόιδευες κι εσύ ο ίδιος πράξεις και κινήσεις που ξάφνου μοιάζουν θεμιτές, αλλά τότε δεν είχες έναν σημαντικό παράγοντα. Εσένα.

 

 

Για να γίνουμε πιο σαφείς, όλοι έχουμε την τάση ή την ανάγκη ύστερα από έναν χωρισμό να κάνουμε ένα βήμα πίσω σε παλιές συνήθειες, που αφήσαμε λόγω της νέας καθημερινότητάς μας. Πράγματα που συνηθίζαμε κάποτε οι ίδιοι να κάνουμε ή πράγματα που στον πρώην σύντροφό μας δεν άρεσαν καθόλου. Το πρώτο πράγμα συχνά στη λίστα μας, είναι να έρθουμε σε επικοινωνία με άτομα που ο άλλος δε συμπαθούσε κι εμείς κάναμε πέρα, είτε αυτό είναι μια φιλία, είτε άτομα που περνούσαμε μαζί χρόνο λόγω κάποιου χόμπι, είτε ένας παλιός έρωτας. Ύστερα σειρά παίρνουν οι συνήθειες που είχαμε σταματήσει να τηρούμε, ή οι δραστηριότητές μας και ο ελεύθερος χρόνος που είχαμε για εμάς κι αφιερώσαμε αργότερα εξ ολοκλήρου στη σχέση μας. Τώρα τον θέλουμε πίσω και με τόκο. Αλλάζουμε είδος μουσικής, γινόμαστε πιο απαιτητικοί στις αποφάσεις μας και δε λέμε δύσκολα το ναι, όπως συνηθίζαμε να λέμε στην παρέα μας για να κάτσουμε σπίτι. Τώρα, είναι η ώρα. Τώρα θέλουμε να ζήσουμε όλα όσα «χάσαμε». Όμως γιατί πραγματικά ξεσπάμε τόσο έντονα; Πρόκειται περί απελευθέρωσης συναισθημάτων, ή είναι μια εκδίκηση ως προς τον, κάποτε, σύντροφό μας;

Ίσως τελικά να μην είμαστε όσο εκδικητικοί νομίζουμε και επιτρέπουμε να νομίζουνε, παρουσιάζοντάς το σαν μια κατόπιν εορτής επανάσταση. Ίσως να είμαστε περισσότερο συνειδητοποιημένοι στις αποφάσεις μας. Διότι χωρισμένοι, μπορούμε να επιλέγουμε και να αποφασίζουμε το τι θέλουμε να κάνουμε δίχως να ζητάμε να ακούσουμε μια δεύτερη γνώμη. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που κάνουν όλα τα πράγματα που δεν έκαναν στη σχέση τους φανερώνουν μια κάποια στέρηση, όχι όμως εκδίκηση. Η απόδειξη; Λένε πως πρόκειται για πιάτο που τρώγεται κρύο, συνήθως λοιπόν εκδικούμαστε κάποιον με πράγματα που δε γνωρίζει για εμάς, γιατί τότε μπορεί να ξαφνιαστεί και να ενοχληθεί. Όταν εκδικούμαστε με πράγματα τα οποία ο κάποτε σύντροφος ήδη ήξερε, όταν το πιάτο με άλλα λόγια είναι χλιαρό, τότε δε μιλάμε για εκδίκηση αλλά για απελευθέρωση και ανάκτηση αναγκαίων. Για αυτό άλλωστε, το ξέσπασμα της ελευθερίας μας, πάει να βρει τους συμμάχους της αλλά όχι τους εχθρούς της.

Είμαι σε σχέση δεν πάει να πει «βάζω όρους και όρια στη σχέση μου». Σημαίνει «προσφέρω την ελευθερία που ο άλλος ζητά και αναγνωρίζω απόλυτα το δικαίωμα να μη στερείται για λόγου μου». Είμαι χωρισμένος θα πει «βρίσκω την ελευθέρια που νιώθω να μου στερήθηκε λόγω μιας κατάστασης που δεν πληρούσε τις παραπάνω προϋποθέσεις».

Δεν είναι εκδίκηση, είναι απελευθέρωση και όλοι τη χρειαζόμαστε· δίχως φραγμούς, δεύτερες σκέψεις και σχολιασμούς για τη συνέχεια.

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη