Σβήσαμε το τελευταίο τσιγάρο τα ξημερώματα. Με ρώτησες τι ώρα είναι κι ύστερα με φίλησες στο πηγούνι. Αποκοιμήθηκες με το ένα σου χέρι στο στήθος μου. Πού και πού άνοιγες τα μάτια να δεις αν κοιμάμαι και με ρωτούσες αν νυστάζω. Όταν σου έδινα χαζές απαντήσεις, χαμογελούσες και μου έλεγες πως θα το πληρώσω ακριβά την επομένη. Θυμάμαι πως η μυρωδιά σου είχε λίγο από ποτό και πολύ από ανείπωτα. Άραγε όσα είχες πει εκείνο το βράδυ σε ‘μένα, τα είχε ακούσει κανένας άλλος;

Τα μαλλιά σου ήταν πια μπερδεμένα, σαν τις ανάκατες πιτζάμες σου στο πάτωμα. Προσπαθούσα να σου δώσω όση περισσότερη κουβέρτα είχα για να μην κρυώνεις και, ταυτόχρονα, έψαχνα να βρω πού καταλήγουν οι τρίχες σου. Το δέρμα σου ήταν τόσο απαλό, σαν να είχες γεννηθεί εκείνο το βράδυ. Οι παλάμες σου ζεστές και τα πόδια σου κρύα, τυλιγμένα στα δικά μου. Ενίοτε, έτριζες στα δόντια σου κι ανησυχούσα μ’ αυτό που ίσως να σε τρόμαζε στον ύπνο σου. Έβαλα τα κινητά μας στο αθόρυβο κι ακούμπησα το τασάκι στο κομοδίνο. Στο κρεβάτι κι o τετράποδός σου φίλος, με κοιτούσε που σε κοιτούσα και πάλευε να ισορροπήσει τη ζήλια του με τα χασμουρητά του. Ήταν η πρώτη φορά που σε ερωτεύτηκα, εκείνο το βράδυ.

Σκάλισα κάθε γωνιά του σώματός σου με τα μάτια μου. Ήταν η μοναδική στιγμή που μπορούσα να κοιτώ, όσο επίμονα ήθελα, κάθε άκρη του κορμιού σου. Απ’ τα λακκάκια στα μάγουλά σου μέχρι τις δύο μικρές μαύρες ελιές στον αγκώνα σου, κι απ’ τα κατάμαυρα ματόκλαδά σου μέχρι τα άνισα αφτιά σου, ήταν όλα για ‘μένα. Δώρα που είχα την τύχη να παρατηρώ με τις ώρες. Κι ίσως για αυτό να λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός. Ίσως όταν σ’ ερωτεύονται να μην τους βλέπεις. Κι εγώ, εκείνο το βράδυ, σ’ ερωτεύτηκα πολλές φορές, πολλές απ’ τις οποίες δε θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως σε κοίταζα.

Καμιά στιγμή, η καρδιά σου έδινε ρυθμό στο βλέμμα μου. Ήταν τόσο αστείο που δεν μπορούσα να κρατήσω το γέλιο μου κι εσύ νόμισες πώς σε κορόιδευα στον ύπνο σου. Πού να ‘ξερες! Λίγα λεπτά πριν με πάρει ο ύπνος, ονειρευόμουν ξύπνιος το μέλλον μου μαζί σου. Το μόνο που ήθελα είναι να σε ‘χω στην αγκαλιά μου, όπως εκείνο το βράδυ. Να κοιμάσαι κι εγώ να σε ερωτεύομαι όλο και περισσότερο. Κι εσύ να τινάζεσαι, λες και καταλαβαίνεις πότε προτρέχει η σκέψη μου για να με συνεφέρεις. Ακόμα και στον ύπνο σου ήσουνα καψούρα. Κι εγώ δε σταμάτησα να σε ερωτεύομαι. Κι οι δείκτες έκαναν κύκλους κι ο ήλιος αποκάλυπτε πια το μεγαλείο που είχα μπροστά μου.

Άφησες να κρατήσω ό,τι κουβαλούσες τόσο καιρό μαζί σου, ό,τι είχες κρυμμένο τόσο καλά μέσα σου. Κι εγώ έδινα μάχη με τον χρόνο να μην προχωρήσει. Ήθελα να τον παγώσω για να ‘ναι με το μέρος μας. Όλο κόντρα πάει στον έρωτα! Ήθελα μία φορά να ήταν υπέρ του. Ήθελα για μια φορά τον χρόνο φίλο μου. Έτσι νόμισα ότι γίνεται στους μεγάλους έρωτες. Νόμισα ότι ξηγιέται καλά στους ερωτευμένους. Και μ’ αυτήν την ελπίδα κοιμήθηκα. Ότι θα ξυπνήσω και θα ‘μαστε μαζί αγκαλιά κι ο χρόνος θα ‘ναι δικός μας.

Ήθελα να ξυπνήσουμε και να μου πεις ότι άκουσες κάθε μου σκέψη, καθώς σε κοίταζα. Ήθελα να μου πεις πως δεν κοιμόσουν και πως, όταν αποκοιμήθηκα, πήρες εσύ τη σκυτάλη, γιατί έτσι κάνουν οι ερωτευμένοι. Ήθελα να μου πεις πως οι ερωτευμένοι μένουν ξάγρυπνοι να κοιτούν τον άλλον που κοιμάται. Να μάθουν πώς κοιμάται. Τι λέει όταν παραμιλάει, τι ψάχνει όταν στριφογυρίζει κι αν διψάει στον ύπνο του. Ήθελα να μπορώ να σε κοροϊδέψω για όσα είδα τα ξημερώματα. Ήθελα να σε έβρισκα δίπλα μου, όπως σε φανταζόμουν όλο το βράδυ.

Όταν ξύπνησα, τίποτα δεν ταίριαζε με όσα είχα στο μυαλό μου. Όταν ξύπνησα, είχα να κάνω με την απώλειά σου. Κι έπεσα να κοιμηθώ με την ελπίδα ότι θα ‘ρθεις να με δεις που κοιμάμαι. Γιατί έτσι κάνουν οι ερωτευμένοι.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Σαββίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη